Η ένσταση της επίσχεσης στη σύμβαση εργασίας

Δημήτρης Σιδέρης
Λέκτορας ΑΠΘ


Στο αστικό δίκαιο την ένσταση της επίσχεσης τη συναντάμε κυρίως στο εμπράγματο δίκαιο, συνήθως όταν ο καλόπιστος νομέας ενάγεται με διεκδικητική αγωγή από τον κύριο του πράγματος και εγείρει την ένσταση της επίσχεσης για τις επωφελείς δαπάνες στις οποίες έχει υποβληθεί στο διάστημα της νομής του. Με τη δικαστική απόφαση θα αποδοθεί το πράγμα στον ενάγοντα με τον όρο να καταβάλλει στον εναγόμενο νομέα τις παραπάνω δαπάνες. Το παράδειγμα δεν είναι τυχαίο, καθώς μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ η ένσταση της επίσχεσης γινόταν δεκτή μόνο για τις εμπράγματες αξιώσεις. Με την εισαγωγή του ΑΚ η επίσχεση αναγνωρίστηκε και για τις ενοχικές αξιώσεις, οπότε τέθηκε το ζήτημα αν συνάδει και με τη σύμβαση εργασίας. Είναι αλήθεια πως η ΑΚ 325 θέτει ως προϋπόθεση της εφαρμογής της την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων και αποβλέπει κυρίως στην εξασφάλιση της ανταπαίτησης του οφειλέτη έναντι του δανειστή του και δευτερευόντως στον εξαναγκασμό, ώστε να εκπληρώσει την οφειλή του. Η ιδιαιτερότητα της επίσχεσης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η απώλεια της παροχής του εργαζομένου, δηλαδή της εργασίας, δεν μπορεί να αναπληρωθεί σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, επειδή η εργασία αποτελεί απόλυτα ακριβόχρονη παροχή, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή χάνεται για πάντα και πως δεν πρόκειται ούτε στο μέλλον να την καρπωθεί ο εργοδότης. Σύμφωνα με την ΠρΑθ 3248/1960 ΔΕΝ 1960,585: «Ως σαφώς συνάγεται εκ των άρθρων 325 και 329 ΑΚ, ο μισθωτός δύναται να προβή εις επίσχεσιν της οφειλομένης υπ’ αυτού παροχής, τουτέστι της μελλούσης εργασίας του, προς ασφάλειαν ληξιπροθέσμου αξιώσεώς του κατά του εργοδότου, απορρεούσης εξ απαιτητών μισθών διά παρασχεθείσαν ήδη εργασίαν, υπό μόνην την προϋπόθεσιν ότι η φύσις της εργασίας επιδέχεται την εις μεταγενέστερον χρόνον παροχήν αυτής, επί τη ταυτοχρόνω υπό του εργοδότου πληρωμή των εν λόγω αποδοχών, αρκεί η άσκησις του δικαιώματος τούτου να μη προσκρούη εις το άρθρον 281 ΑΚ».


Με μία ιστορική απόφαση, η οποία είναι η πρώτη που εκδόθηκε από ευρωπαϊκό Ακυρωτικό, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την απόφαση 9395/1953 του (δικάζοντος σε δεύτερο βαθμό) Πρωτοδικείου Αθηνών (ΔΕΝ 1954,107=Θέμις 1954,1048), κρίνοντας πως η επίσχεση δεν περιορίζεται στις υλικές μόνο παροχές, αλλά και σε παροχή που συνίσταται σε υπηρεσία, όπως είναι η εργασία. Η υπόθεση που απασχόλησε το Ακυρωτικό αφορούσε έναν εργάτη (μιναδόρο) σε μεταλλείο της Μήλου, ο οποίος άσκησε επίσχεση εργασίας, αφού προηγουμένως δήλωσε πως εμμένει στη σύμβαση που τον συνδέει με την εργοδότριά του, επειδή η τελευταία δεν του κατέβαλε τους δεδουλευμένους μισθούς για χρονικό διάστημα τριών μηνών, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να συντηρηθεί. Ο εργάτης προσέφυγε αρχικά στο Ειρηνοδικείο, που απέρριψε την αγωγή του, με την οποία αξίωνε και την επιδίκαση μισθών υπερημερίας για το χρονικό διάστημα της επίσχεσης, ενώ η απόφαση επικυρώθηκε στη συνέχεια από το Πρωτοδικείο της Αθήνας, που δίκασε ως Εφετείο. Το Πρωτοδικείο έκρινε πως η αγωγή δεν έπρεπε να γίνει δεκτή γιατί στη σύμβαση εργασίας η παροχή του εργαζομένου προεκπληρώνεται, σύμφωνα με την ΑΚ 655, ενώ η άρνηση της παροχής της σημαίνει πως δεν πρόκειται να αναπληρωθεί στο μέλλον. Είναι φανερή η αμηχανία και η σύγχυση του δικαστηρίου, το οποίο κλήθηκε να επιλύσει μία εργατική διαφορά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας νομοθετικές διατάξεις οι οποίες κείνται εκτός των διατάξεων του Αστικού Κώδικα που ρυθμίζουν τη μίσθωση εργασίας (648 επ.). Ωστόσο, ακόμη και αυτή η απόφαση δεν κατάφερε να ξεπεράσει ορισμένα δογματικά εμπόδια, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα παρακράτησης της εργασίας και παροχής της σε μεταγενέστερο χρόνο, καθώς αναφέρει πως η επίσχεση εργασίας ασκείται «υπό μόνην την προϋπόθεσιν ότι η φύσις της εργασίας επιδέχεται την εις μεταγενέστερον χρόνον παροχήν αυτής». Ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της επίσχεσης στη σύμβαση εργασίας σχολίασε την παραπάνω φράση, εκτιμώντας πως το νόημά της είναι ότι η επίσχεση είναι δυνατή όταν η παροχή της εργασίας επιδέχεται αναβολή, συμβαδίζοντας δηλαδή με την άποψη που απορρίπτει τον απόλυτα ακριβόχρονο χαρακτήρα της. Την παραπάνω απόφαση του Αρείου Πάγου ακολούθησε και η μεταγενέστερη νομολογία, τόσο των δικαστηρίων της ουσίας, όσο και του Ακυρωτικού, με αποτέλεσμα να παγιωθεί πλήρως.


Αν συγκρίνουμε την παροχή της εργασίας με το παράδειγμα της διεκδικητικής αγωγής, αντιλαμβανόμαστε πως το διεκδικούμενο πράγμα μπορεί να επιστραφεί στον κύριό του, ενώ η εργασία δεν αναπληρώνεται. Αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει σχετικά με τη συμβατότητα της ένστασης στη σύμβαση εργασίας. Εκτός όμως από αυτό, μας προβληματίζει και το γεγονός ότι η ένσταση της επίσχεσης αποβλέπει στην εξασφάλιση του οφειλέτη, ενώ στη σύμβαση εργασίας αποβλέπει στην άσκηση πίεσης στον εργοδότη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και συνήθως να καταβάλλει τις οφειλόμενες αποδοχές. Γι’ αυτό και είναι ορθότερο ο εργαζόμενος να προτείνει την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (ΑΚ 374), όταν πρόκειται για ανεξόφλητες αποδοχές, οι οποίες τελούν σε στενή ανταλλακτική σχέση με την παροχή της εργασίας (Δημάκης, Η άρνησις του μισθωτού προς εργασίαν λόγω μη εκπληρώσεως της αντιπαροχής, ΕΕργΔ 1953,521 επ., Κουκιάδης, Τινά περί των διαρκών ενοχικών συμβάσεων, Αρμ 1974,749 επ.).


Πέρα όμως από τις μισθολογικές αξιώσεις, η ένσταση της επίσχεσης γίνεται δεκτή στη σύμβαση εργασίας και όταν ο εργοδότης δεν λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας του εργαζομένου. Εδώ λοιπόν προκύπτουν δύο ζητήματα:


Το πρώτο έχει να κάνει με το αν η παράλειψη αυτή του εργοδότη θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την ΑΚ 381 παρ. 1, όπου ο δανειστής υπαίτια καθιστά αδύνατη την παροχή (εδώ την εργασία), με αποτέλεσμα να απαλλάσσεται ο εργαζόμενος-οφειλέτης, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί την αξίωσή του για το μισθό (Γαζής, ΕρμΑΚ, άρθρο 381, αριθ. 5: «ο εργάτης καθίσταται ανίκανος προς εργασίαν κατά τον συμφωνηθέντα χρόνον»).


Το δεύτερο έχει να κάνει με το αν η παράλειψη αυτή του εργοδότη θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την ΑΚ 351, με την έννοια ότι λείπει η απαραίτητη σύμπραξη από την πλευρά του εργοδότη για την εκτέλεση της εργασίας (όπως υποστηρίζεται από ένα μέρος της νομολογίας, βλ. ΠρΧαλκιδικής 38/1966 ΕΕργΔ 1966,1278 και ΕιρΑθ 3571/1979).


Ως προς το πρώτο ζήτημα, την εφαρμογή δηλαδή της ΑΚ 381 παρ. 1, η απάντηση θα στηριχθεί στην αμεσότητα του κινδύνου, με την έννοια ότι η μη λήψη μέτρων ασφάλειας δεν καθιστά αδύνατη την παροχή εργασίας, αλλά μόνο επικίνδυνη.


Ως προς το δεύτερο ζήτημα, η απάντηση θα δοθεί από την ερμηνεία της ΑΚ 351, σύμφωνα με την οποία ο εργοδότης δεν χορηγεί τα κατάλληλα εργαλεία για την παροχή της εργασίας (π.χ. για τη συλλογή της ελιάς τις βέργες, τα δίχτυα κ.λπ.).
Έτσι λοιπόν, για τους παραπάνω λόγους, η ένσταση της επίσχεσης θεωρείται η πλέον κατάλληλη, όταν πρόκειται για την παρεπόμενη υποχρέωση του εργοδότη τήρησης των μέτρων ασφάλειας στο χώρο της εργασίας.

Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved