Προκαταρκτική εξέταση: Όψεις ενός δυναμικού θεσμού μετά τη διαμόρφωσή του με τις ρυθμίσεις των ν. 3160/2003 και 3346/2005

Θεοχάρη Ι. Δαλακούρα
Αν. Καθηγητή Νομικής Δ.Π.Θ.

(Περίληψη)


Ως ζητούμενο των καινοτομιών που εισήγαγε ο νομοθέτης με τους ν. 3160/2003 και 3346/2005 σε σχέση με την προκαταρκτική εξέταση εγγράφεται ο περιορισμός των βιαστικών και επιπόλαιων ποινικών διώξεων. Χωρίς τον εν λόγω περιορισμό δεν μπορεί να νοηθεί ούτε ορθή εφαρμογή του θεσμού της προκαταρκτικής εξέτασης, ούτε όμως και διατήρηση της αυθεντίας του κρατικού μηχανισμού απονομής δικαιοσύνης.



Ι. Προκαταρκτική εξέταση και αρχή της νομιμότητας

Από την ανάγνωση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 43 ΚΠΔ, στις οποίες θεμελιώνεται η νομοθετική απαίτηση υποχρεωτικής δίωξης των εγκλημάτων, συνάγεται ότι ο εισαγγελέας δεν δεσμεύεται να κινήσει την ποινική δίωξη, μόνον εφόσον από τον έλεγχο της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της σχετικής καταγγελίας ή είδησης για τέλεση ενός εγκλήματος προκύπτει ότι αυτή «δεν στηρίζεται στο νόμο» ή «είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της» ή «ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης» ή «δεν πληροί τον βαθμό επάρκειας των ενδείξεων που απαιτεί ο νόμος για την κίνηση της ποινικής δίωξης».

Αποτέλεσμα της νέας αυτής νομοθετικής παρέμβασης είναι να καθίσταται περισσότερο ευέλικτη η αρχή της νομιμότητας λόγω της διεύρυνσης του ρόλου του εισαγγελέα. Τούτο δεν σημαίνει ωστόσο ότι η υποχρεωτική διενέργεια προανακριτικών πράξεων και η απαίτηση συνδρομής «επαρκών ενδείξεων» προωθούν την εφαρμογή της αρχής της σκοπιμότητας, αφού αμφότερες οι απαιτήσεις υπακούουν στην αξίωση για ορισμένη ποινική δίωξη, η οποία δεν ταυτίζεται ούτε και σχετίζεται με την αρχή σκοπιμότητας.



ΙΙ. Η πλήρης ένταξη της προκαταρκτικής εξέτασης στο δικονομικό σύστημα και τα επακόλουθά της

Με προφανή στόχο συνεπώς την ενίσχυση του ελέγχου συνδρομής των προϋποθέσεων κίνησης της ποινικής δίωξης, ο δικονομικός μας νομοθέτης ενέταξε με σαφέστερο τρόπο πλέον την προκαταρκτική εξέταση στους θεσμούς της ποινικής δίκης και -υπερβαίνοντας τις παλιότερες αμφισβητήσεις για τον ποινικό ή μη χαρακτήρα της- της προσέδωσε εναργέστερο δικονομικό ρόλο.



Ως πρώτο και όλως ευπρόσδεκτο επακόλουθο της εν λόγω δικονομικής αναβάθμισης της προκαταρκτικής εξέτασης εγγράφεται η προβλεπόμενη στο νέο νομικό πλαίσιο αναγνώριση δικαιωμάτων στον ύποπτο, ανάλογων με αυτών του κατηγορουμένου, γεγονός που εναρμονίζεται με την απαίτηση δίκαιης διεξαγωγής της δίκης κατ' άρθρο 6 ΕΣΔΑ. Βεβαίως, με τον ν. 3160/2003 είχαν παρασχεθεί στον εξεταζόμενο στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης ορισμένα μόνον δικαιώματα και ειδικότερα: (i) Το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο, (ii) το δικαίωμα σιωπής (δηλαδή της άρνησης παροχής εξηγήσεων), (iii) το δικαίωμα της παροχής 48ωρης προθεσμίας, (iv) το δικαίωμα της ενημέρωσης για την πράξη που αφορά η προκαταρκτική εξέταση και, τέλος, (v) το δικαίωμα χορήγησης αντιγράφων της μήνυσης ή της έγκλησης. Στα δικαιώματα αυτά προστέθηκαν με τον ν. 3346/2005 αφενός μεν (i) το δικαίωμα χορήγησης αντιγράφων της συνολικής δικογραφίας, όπως επιτάσσει το γενικότερο δικαίωμα ακρόασης του άρθρου 20 Σ. και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατ' άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και (ii) το δικαίωμα πρότασης μαρτύρων και προσαγωγής αποδεικτικών μέσων, όπως επιτάσσει το γενικότερο δικαίωμα απόδειξης, αφετέρου δε (iii) το δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2 ΚΠΔ. Σε αυτά τα δικαιώματα πρέπει να προστεθεί αυτονόητα ωστόσο και (vi) το δικαίωμα μη εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση (ΑΠ 1/2004), η εφαρμογή του οποίου εκτείνεται σε κάθε είδους εξέταση (άρθρο 273 παρ. 2 ΚΠΔ) ακόμη και σε αυτήν των μαρτύρων (άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ).


Ως δεύτερο επακόλουθο της ως άνω δικονομικής αναβάθμισης της προκαταρκτικής εξέτασης καταχωρίζεται η προσαρμογή των ρυθμίσεων των άρθρων 31, 34 και 35 ΚΠΔ, που συμπληρώνουν τους όρους διενέργειάς της. Έτσι, ειδικότερα, ρυθμίζεται με σαφήνεια η χρονική διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία λόγω της συνοπτικότητάς της δεν μπορεί να υπερβεί τους τέσσερις μήνες από την πραγματική λήψη παραγγελίας (επιτακτική προθεσμία), προστίθενται στους φορείς διενέργειας της προκαταρκτικής εξέτασης και οι ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, ώστε να επιμερίζεται η εργασία των γενικών ανακριτικών υπαλλήλων και ιδίως των πταισματοδικών και τέλος προωθείται ο συγχρονισμός στο έργο των εισαγγελέων εφετών και πλημμελειοδικών, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εισαγγελέας εφετών ενεργεί προσωπικά ή με κάποιον από τους αντεισαγγελείς προκαταρκτική εξέταση.



ΙΙΙ. Ο βαθμός επάρκειας των ενδείξεων για την κίνηση της ποινικής δίωξης

Αξιώνοντας ο νομοθέτης στο άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ από τον εισαγγελέα να «κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη», προωθεί σε ουσιαστικό επίπεδο την απαίτηση ύπαρξης ορισμένης ποινικής δίωξης. Με άλλα λόγια, με «την απαίτηση προηγούμενης συγκέντρωσης ουσιαστικών στοιχείων» ο νομοθέτης επιδίωξε την αποφυγή κίνησης άσκοπων και βιαστικών ποινικών διώξεων και όχι την κίνηση της ποινικής δίωξης μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συλλεγείσες ενδείξεις θα προσεγγίζουν τη μέγιστη κλίμακα της πιθανολόγησης που δικαιολογεί την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επιζήτησε, δηλαδή, να ασκούνται μόνο βάσιμες και ορισμένες ποινικές διώξεις, ασχέτως αν προς επίταση του ζητούμενου αυτού επέλεξε τη χρήση του ανορθόδοξου από συστηματικής απόψεως τεχνικού δικονομικού όρου «των επαρκών ενδείξεων» που σηματοδοτεί την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ορθότερη θα ήταν συνεπώς η χρήση του όρου «βάσιμες ενδείξεις», που θα απέτρεπε τις όποιες προσπάθειες προσδιορισμού των επιμέρους διαβαθμίσεων των ενδείξεων ενοχής με βάση το μέγεθος αναφοράς τους και άρα την πρόσδοση διαφορετικού περιεχομένου στον ίδιο όρο κατά τις διάφορες εφαρμογές του (λ.χ. αφενός «επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη» και αφετέρου «επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο»).



ΙV. Η θέση του πολιτικώς ενάγοντος στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης

Πριν από τις τροποποιήσεις του άρθρου 31 παρ. 2 ΚΠΔ κυριαρχούσε η πρακτική της μη χορήγησης αντιγράφων από το φάκελο της προκαταρκτικής εξέτασης σε οποιονδήποτε. Ύστερα από τις ως άνω τροποποιήσεις, χορηγήθηκε τόσο αυτό όσο και τα ήδη αναφερθέντα δικαιώματα στον ύποπτο, χωρίς να γίνεται λόγος για τον πολιτικώς ενάγοντα. Από το άρθρο 108 ΚΠΔ δεν προκύπτει άλλωστε σαφής εικόνα, αφού αυτό αναφέρεται σε συγκεκριμένα δικαιώματα που ασκούνται στο πλαίσιο της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης. Συνάγεται λοιπόν εξ αυτού και καθώς το γράμμα του νόμου σιωπά ότι δεν υφίστανται δικαιώματα για τον δηλώσαντα πολιτική αγωγή ενάγοντα στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης;



Δοθέντος ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται κλειστός κανόνας δικαίου, η απάντηση οφείλει να διαμορφωθεί με βάση αφενός το χαρακτήρα της προκαταρκτικής εξέτασης ως δικονομικού θεσμού και αφετέρου με βάση τις αρχές της ισότητας ακρόασης και της αναζήτησης της αλήθειας. Έτσι, ειδικότερα, ο χαρακτήρας της προκαταρκτικής εξέτασης δεν δικαιολογεί από συστηματική άποψη τη διαφοροποίηση της θέσης του δηλώσαντος πολιτική αγωγή, αφού οι ανακριτικές διαδικασίες εξισώνονται και λειτουργούν είτε παραπληρωματικά, είτε συμπληρωματικά. Εξάλλου, από την ισότητα ακρόασης δεν παρέχεται βάσιμο επιχείρημα για την όποια διαφοροποίηση, αφού οι υστερήσεις στον τομέα των δικαιωμάτων σε οποιονδήποτε διάδικο ή παράγοντα της δίκης θέτουν ζήτημα δίκαιης διεξαγωγής της δίκης και θίγουν το συνθετικό χαρακτήρα της ποινικής διαδικασίας που αναγνωρίζει σημαίνοντα ρόλο και στο θύμα. Τέλος, η απαίτηση ενεργοποίησης του δηλώσαντος πολιτική αγωγή και σε αυτό το στάδιο συμβαδίζει και με την αρχή αναζήτησης της αλήθειας, καθώς το ζητούμενο της αποτροπής των επιπόλαιων διώξεων δεν πρέπει να μεταλλαχθεί σε ζητούμενο αποτροπής επιπόλαιων και πρόχειρων αρχειοθετήσεων.



V. Είναι τελικά ορθή η περιθωριοποίηση της προανάκρισης;

Η υποχρεωτική εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την προκαταρκτική εξέταση έχει οδηγήσει εν τοις πράγμασι σε μια περιθωριοποίηση της προανάκρισης. Ήδη, ύστερα από τη συμπλήρωση του άρθρου 244 ΚΠΔ με το άρθρο 10 του ν. 3346/2005, παραγγελία για προανάκριση επί πλημμελημάτων μπορεί να δοθεί είτε όταν μετά την προκαταρκτική εξέταση διαπιστώνεται ότι ελλείπει η ακριβής ταυτότητα του δράστη, είτε όταν πρέπει να ληφθεί η απολογία του κατηγορουμένου ή γενικότερα να διεξαχθούν συγκεκριμένες ανακριτικές πράξεις, είτε τέλος όταν μετά από διαφωνία του εισαγγελέα εφετών ασκείται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ποινική δίωξη με την παραγγελία προανάκρισης.



Το αποτέλεσμα αυτό οφείλει ωστόσο να οδηγήσει σε περίσκεψη τουλάχιστον σε σχέση με δύο ειδικότερα ζητήματα : Πρώτον, σε σχέση με το ζήτημα της πλήρους και ουσιαστικής άσκησης των δικαιωμάτων του εξεταζόμενου στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Εδώ ανήκει και ο σχετικός προβληματισμός για την έλλειψη κατηγορητηρίου στο πλαίσιο της προκαταρκτικής. Δεύτερον, σε σχέση με το ζήτημα της σκοπούμενης επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας διά των νέων διατάξεων. Και εν προκειμένω οι πρώτες εμπειρίες από την υποχρεωτική εφαρμογή του θεσμού της προκαταρκτικής εξέτασης ενδεικνύουν ότι η στόχευση αυτή μάλλον δεν ευοδώνεται, αφού η αυτόματη υποκατάσταση της προανάκρισης με την προκαταρκτική ούτε τον αληθή σκοπό της τελευταίας προωθεί, ούτε τα συμφέροντα των διαδίκων εξασφαλίζει στον ίδιο βαθμό, αλλά και ούτε έχει τις ίδιες συνέπειες (λ.χ. σε σχέση με το οιονεί δεδικασμένο της εισαγγελικής διάταξης αρχειοθέτησης).


Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved