Νομολογία - ποινικά

(ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2015 - ÔÅÕ×ÏÓ 85) Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 210/2015 Τμήμα: Τμήμα B’ (σε συμβούλιο) Πρόεδρος: Πρόεδρος: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Εισηγήτρια: Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδρος
Ως προς τις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές εν γένει, ο προσφεύγων, οφείλει, κατ’ άρθρο 277 παρ. 4 του ΚΔΔ, επί ποινή απαραδέκτου της προσφυγής του, να τηρήσει τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις του περί καταβολής πλήρους παραβόλου, χωρίς να έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή το ως άνω άρθρο 139Α του ΚΔΔ και χωρίς να παραβιάζονται διατάξεις του Συντάγματος ούτε στην ΕΣΔΑ.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, 34Α παρ. 1 και 34Β παρ. 1 του π.δ. 18/1989, 139Α και 277 παρ. 4 ΚΔΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης στην οποία ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, μπορεί, με απόφασή του που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει στο Συμβούλιο της Επικρατείας σχετικό προδικαστικό ερώτημα, το οποίο δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες της Αθήνας και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Εξάλλου, η παράγραφος 1 του άρθρου 34Α του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει (κατόπιν της αντικατάστασής της με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 4274/2014, Α΄ 147), ορίζει ότι «προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορούν να απορρίπτονται […] με απόφαση δικαστικού σχηματισμού που συγκροτείται από τον Πρόεδρο και απαρτίζεται από τον ίδιο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και έναν σύμβουλο, η οποία λαμβάνεται σε συμβούλιο», η δε παράγραφος 1 του άρθρου 34Β του ιδίου π.δ., όπως ισχύει (κατόπιν της αντικατάστασής της με το άρθρο 20 του ν. 4274/2014), προβλέπει την δυνατότητα αποδοχής και προδήλως βασίμων ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων «κατά την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου», ήτοι με απόφαση σε συμβούλιο.
Οι παραπάνω διατάξεις, ερμηνευόμενες εν όψει της ανάγκης διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και της αποτελεσματικής και κατά το δυνατόν ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, τόσο στην συγκεκριμένη υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας υποβάλλεται προδικαστικό ερώτημα, όσο και, ιδίως, στις λοιπές εκκρεμείς υποθέσεις στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, η εκδίκαση των οποίων αναστέλλεται μέχρις ότου απαντηθεί το ερώτημα, έχουν την έννοια ότι εφόσον πρόκειται για ερώτημα είτε προδήλως απαράδεκτο είτε με πρόδηλη την απάντηση που προσήκει σε αυτό, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να κρίνει επί αυτού και με απόφαση σε συμβούλιο, έστω και χωρίς προηγούμενη δημοσίευσή του στον ημερήσιο τύπο, αν δεν οδηγεί, βέβαια, στην κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού (βλ. ΣτΕ 102, 108/2015 σε συμβούλιο). Το αυτό ισχύει και όταν στο ερώτημα που τίθεται έχει ήδη δοθεί από τη νομολογία απάντηση.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο ερωτά (υπό στοιχείο Γ), μεταξύ άλλων, μήπως πρέπει να θεωρηθεί ότι «…η ρύθμιση του άρθρου 277 παρ. 4 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, στο μέτρο που δεν προβλέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 139Α του ΚΔΔ, κλήση του πληρεξουσίου δικηγόρου ή του διαδίκου για να συμπληρώσει το μη καταβληθέν ή ελλιπώς καταβληθέν αναλογικό παράβολο, μέσα σε τασσόμενη εύλογη προθεσμία, όπως προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 277 για τις λοιπές (μη φορολογικές και μη τελωνειακές) υποθέσεις, στις οποίες δεν προσκομίστηκε το αποδεικτικό καταβολής παγίου παραβόλου ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης…».
Στο μεν άρθρο 139Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 5 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), ορίζεται ότι: «1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά την συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή τον διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία. 2. ...», στο δε άρθρο 277 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Για το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσκομισθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Αν δεν προσκομισθεί το αποδεικτικό αυτό ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 139Α. 2. …[όπως οι παράγραφοι 3 και 4 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010] 3. Κατ’ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, το παράβολο για την προσφυγή, έφεση και αντέφεση ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το δύο τοις εκατό του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ. … 4. Τα ένδικα βοηθήματα και μέσα της παρ. 3 απορρίπτονται ως απαράδεκτα, εάν κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί από τον υπόχρεο το 1/3 του κατά την προηγούμενη παράγραφο παραβόλου, έως δε την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης τα υπόλοιπα 2/3 αυτού. Το παράβολο υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική αρχή, η οποία προς τούτο χορηγεί ατελώς ειδικό σημείωμα στον υπόχρεο, ύστερα από αίτησή του… 8. Σε περίπτωση άσκησης κοινού ενδίκου βοηθήματος ή μέσου από περισσότερους: αν, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, η απαίτηση ή οφειλή τους είναι … διαιρετή, καταβάλλεται από καθέναν … το αναλογούν σε αυτόν παράβολο της παρ. 3…».
Με την απόφαση 3832/2014 (σκέψη 12) της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος έχει κριθεί εμμέσως, πλην σαφώς, ότι η ως άνω ρύθμιση σε σχέση με τις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές δεν αντιβαίνει στο Σύνταγμα ούτε στην ΕΣΔΑ. Συνεπώς, είναι πρόδηλο ότι ως προς τις διαφορές αυτές, που αποτελούν σημαντική κατηγορία διοικητικών διαφορών ουσίας, τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και ως ποσοστό επί του συνόλου των υποθέσεων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, αλλά, συγχρόνως, και κατηγορία υποθέσεων ιδιαίτερης σημασίας για την οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας και των πολιτών της (βλ. ΣτΕ 761/2014 σκ. 12), ο προσφεύγων, επί ποινή απαραδέκτου της προσφυγής του, οφείλει, κατ’ άρθρο 277 παρ. 4 του ΚΔΔ, να τηρήσει τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις του περί καταβολής πλήρους παραβόλου (1/3 κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου, 2/3 έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης), χωρίς να έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή το ως άνω άρθρο 139Α του ΚΔΔ.
(Υπενθυμίζει ότι με την απόφαση 3832/2014 (σκέψη 12) της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος έχει κριθεί ότι η ρύθμιση του άρθρου 277 παρ. 4 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010, δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ.
Κρίνει απαράδεκτα τα λοιπά υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ηρακλείου)

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved