Το δικαίωμα εξόδου του εταίρου στο νέο δίκαιο των εταιρικών μετασχηματισμών (ν. 4601/2019)

Γιώργος Ψαρουδάκης
Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

1. Θέση του ζητήματος

Ο ν. 4601/2019 εισήγαγε για πρώτη φορά ενιαίο και συστηματικό δίκαιο των εταιρικών μετασχηματισμών (συγχώνευσης, διάσπασης, μετατροπής) στην Ελλάδα. Επιβεβαίωσε δε και καθιέρωσε πλέον με ενιαίο τρόπο την ελευθερία των μετασχηματισμών, με την έννοια ότι οι εμπορικές εταιρίες μπορούν να συμμετέχουν σε μετασχημα-τισμούς ανεξαρτήτως της εταιρικής μορφής τους, αλλά και της μορφής των άλλων εταιριών που συμμετέχουν ή που θα προκύψουν από τον μετασχηματισμό (άρ. 2 παρ. 2, βλ. και σχετ. Αυγητίδη, ΔΕΕ 2019, 167). Δεδομένης της νομοθετικής επιλογής να επιτρέπονται αυτές οι δομικές εταιρικές μεταβολές, με τις οποίες επιδιώκεται η απο-τελεσματικότερη οργάνωση των επιχειρήσεων, προβάλλει το ζήτημα της προστασίας των διαφωνούντων εταίρων. Πρόκειται για τους εταίρους, στους οποίους επιβάλλεται ο μετασχηματισμός, επειδή προβλέπεται στον νόμο ή στην εταιρική σύμβαση πλειοψηφική, και όχι ομόφωνη, απόφαση για τη συμμετοχή της εταιρίας σε αυτόν.


Στη συνέχεια εξετάζεται το σημαντικότερο μέσο προστασίας των διαφωνούντων εταίρων, δηλαδή το δικαίω-μα εξόδου (ή εξαγοράς, όταν πρόκειται για ΑΕ), και ειδικότερα μελετάται πότε παρέχεται τέτοιο δικαίωμα. Πρόκει-ται για προστασία από τον ανεπιθύμητο μετασχηματισμό καθεαυτόν, με την έννοια ότι ο εταίρος δεν συμμετέχει καθόλου στην προκύπτουσα από τον μετασχηματισμό εταιρία. Προς συμπλήρωση της γενικής εικόνας, επισημαί-νεται ότι η μειοψηφία προστατεύεται επίσης κατά τις διατάξεις περί ελαττωματικών μετασχηματισμών (είτε προ-βλέπεται ως έννομη συνέπεια η ακυρότητα είτε η προστασία είναι αποζημιωτική), με έμφαση στην (αποζημιωτική) προστασία από τη μη δίκαιη σχέση ανταλλαγής.

2. Η έλλειψη γενικού δικαιώματος εξόδου

Ο μετασχηματισμός σημαίνει ότι ο εταίρος βρίσκεται με ουσιωδώς διαφορετική συμμετοχή. Αυτό ισχύει κα-τεξοχήν, εάν η αρχική εταιρία εξαφανίζεται στο πλαίσιο του μετασχηματισμού επειδή απορροφάται στη συγχώνευ-ση ή επειδή διασπάται στην κοινή διάσπαση, ή εάν ο εταίρος αποκτά συμμετοχή και σε άλλη εταιρία στη μερική διάσπαση. Ισχύει όμως επίσης, έστω με άλλον τρόπο, και στις υπόλοιπες περιπτώσεις μετασχηματισμών. Έτσι, ο εταίρος μιας απορροφώσας εταιρίας στη συγχώνευση ή ο εταίρος της μετατρεπόμενης εταιρίας διατηρεί συμμετο-χή στο ίδιο νομικό πρόσωπο. Το τελευταίο όμως αλλάζει καθεαυτό, από οικονομική ή νομική άποψη. Στην πρώτη περίπτωση, η εταιρική περιουσία διαφοροποιείται με την ένωσή της με την περιουσία της απορροφώμενης εται-ρίας, ενώ και ο ίδιος ο εταίρος έχει πλέον μικρότερο ποσοστό συμμετοχής. Στη δεύτερη περίπτωση, ο εταίρος βρίσκεται στην ίδια μεν εταιρία, αλλά πλέον υπό άλλη εταιρική μορφή. Αυτές είναι μείζονες και ενδεχομένως α-προσδόκητες μεταβολές, τίθεται δε το ζήτημα αν ο διαφωνήσας εταίρος πρέπει να μπορεί τότε να διακόψει την ε-πένδυσή του.


Μια λύση που φαίνεται, τουλάχιστον καταρχήν, να συναρμόζει τα διαφορετικά συμφέροντα είναι η χορήγη-ση δικαιώματος εξόδου στους διαφωνούντες εταίρους. Έτσι και ο μετασχηματισμός υλοποιείται, ώστε να μην ε-μποδίζεται η επιχειρηματική ελευθερία, και οι απρόθυμοι εταίροι αποδεσμεύονται. (Για το δικαίωμα εξόδου ως μέσο εναρμόνισης μεταξύ εταιρικής οργάνωσης και ελευθερίας του εταίρου πρβλ. Ψαρουδάκη, εις: Επετειακό Τό-μο Ε.Νο.Β.Ε., σ. 413-415 = ΕΕμπΔ 2017, 263-265). Η εισαγωγή ενός γενικού δικαιώματος εξόδου θα σήμαινε εν τέλει ότι θεωρείται πως ο μετασχηματισμός ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της εταιρικής συμμετοχής, η ο-ποία θα μπορούσε τότε να τερματιστεί.


Ωστόσο, το γενικό δικαίωμα εξόδου επιβαρύνει τον μετασχηματισμό με το κόστος της καταβολής στους ε-ξερχόμενους εταίρους της αξίας της συμμετοχής τους. Έτσι ο μετασχηματισμός δεν αποκλείεται μεν από τυπική άποψη, αλλά μπορεί συχνά λόγω αυτού του βάρους να καθίσταται ασύμφορος και να μην υλοποιείται. Γι’ αυτό, ο νομοθέτης εύλογα απέφυγε να θεσπίσει ένα τέτοιο γενικό δικαίωμα εξόδου, πράγμα που σημαίνει και ότι δέχεται καταρχήν πως η πιθανότητα επιγενόμενης συμμετοχής της εταιρίας σε πλειοψηφικώς αποφασιζόμενο μετασχημα-τισμό είναι εγγενής στην εταιρική συμμετοχή και δεν ανατρέπει το θεμέλιό της.

3. Τα ειδικά δικαιώματα εξόδου

Ωστόσο, ο ν. 4601/2019 δεν απορρίπτει συλλήβδην το δικαίωμα εξόδου ως μέθοδο προστασίας των δια-φωνούντων εταίρων, παρά το εισάγει, όπου υφίσταται ειδικός λόγος προστασίας τους. Γίνεται δε λόγος εδώ για ειδικά δικαιώματα εξόδου, στον πληθυντικό, διότι αυτά δεν εντάσσονται (και δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν) σε τελολογική ενότητα, παρά εξηγούνται από περισσότερες επιμέρους σκέψεις. Άλλωστε, οι κατωτέρω τέσσερις πε-ριπτώσεις δικαιωμάτων εξόδου διαμορφώνονται με διαφορετικό για καθεμία κριτήριο, ήτοι κατά σειρά: τη μορφή της εταιρίας πριν από τον μετασχηματισμό, τη μορφή της εταιρίας μετά τον μετασχηματισμό, τους όρους του μετα-σχηματισμού και τη μορφή του μετασχηματισμού. Αυτά τα ειδικά δικαιώματα είναι τα εξής:


α) Το δικαίωμα εξόδου των εταίρων προσωπικής εταιρίας (άρ. 27 παρ. 3, άρ. 80 παρ. 3, άρ. 121 παρ. 3) και των μελών συνεταιρισμού (άρ. 50 παρ. 1, άρ. 100 παρ. 1, άρ. 136 παρ. 2) που «εισέρχεται» σε μετασχηματι-σμό. Στην πρώτη περίπτωση σημειώνεται ότι το δικαίωμα εξόδου αποκτά πρακτικό νόημα, όταν η εταιρική σύμ-βαση έχει αποκλίνει από τον κανόνα της ομοφωνίας για την απόφαση των εταίρων. Και στις δύο περιπτώσεις το δικαίωμα εξόδου δικαιολογείται από τον προσωποπαγή χαρακτήρα αυτών των εταιρικών μορφών σε συνδυασμό ιδίως με την προσωπική ευθύνη, που σημαίνει ότι η προϋφιστάμενη σχέση εμπιστοσύνης (η οποία είναι και θε-μέλιο της ευθύνης) δεν μπορεί ευχερώς να αναπαραχθεί υπό διαφορετικές συνθήκες.


β) Το δικαίωμα εξόδου των (χωρίς προσωπική ευθύνη) εταίρων εταιρίας που απορροφάται από αστικό συ-νεταιρισμό (άρ. 50 παρ. 2, άρ. 100 παρ. 2). Τούτο εξηγείται από την ανάγκη αποφυγής της προσωπικής ευθύνης, δεδομένου ότι οι συνεταίροι ευθύνονται τουλάχιστον μέχρι την αξία της μερίδας τους για τα χρέη του συνεταιρι-σμού (άρ. 4 παρ. 4 ν. 1667/1986). Βέβαια, το ίδιο ζήτημα τίθεται κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση απορρόφησης από προσωπική εταιρία, αλλά αυτό λύνεται με ριζικότερο τρόπο: εταίροι της απορροφώμενης εταιρίας χωρίς προσωπική ευθύνη γίνονται ετερόρρυθμοι (άρ. 25 παρ. 2, άρ. 78 παρ. 2), με αποτέλεσμα να αποφεύγουν ήδη εξ αυτού του λόγου την προσωπική ευθύνη (δεδομένου και ότι καθ’ υπόθεση έχουν καταβάλει την εισφορά τους) και να μη χρειάζονται το δικαίωμα εξόδου. Αντίστοιχη προστασία, κείμενη λογικώς προ του δικαιώματος εξόδου, ένα-ντι της ανάληψης (υψηλής) προσωπικής ευθύνης παρέχεται και για τη μετατροπή σε προσωπική εταιρία ή συνε-ταιρισμό (άρ. 121 παρ. 2, άρ. 130 παρ. 2-3, άρ. 136 παρ. 3).


γ) Το δικαίωμα εξόδου των εταίρων της εταιρίας που διασπάται ασύμμετρα (άρ. 66 παρ. 3). Ασύμμετρη διάσπαση συντρέχει, όταν οι εταίροι της διασπώμενης εταιρίας δεν αποκτούν συμμετοχές σε όλες τις επωφελού-μενες εταιρίες κατ’ αναλογία των ποσοστών συμμετοχής τους στη διασπώμενη, αλλά με διαφορετική σύνθεση. Σε σχολικό παράδειγμα, αν η διασπώμενη εταιρία έχει τρεις εταίρους με συμμετοχή εκάστου σε ύψος ενός τρίτου, διασπάται δε σε τρεις επωφελούμενες εταιρίες, εκ των οποίων εκάστη λαμβάνει το ένα τρίτο της περιουσίας της διασπώμενης, θα μπορούσε (αντί της συμμετρικής διάσπασης, όπου κάθε εταίρος της διασπώμενης αποκτά συμ-μετοχή ενός τρίτου σε κάθε επωφελούμενη) κάθε εταίρος της διασπώμενης εταιρίας να αποκτήσει συμμετοχή 100% σε μία επωφελούμενη.


Εδώ δεν γίνεται μόνον η κατανομή της εταιρικής περιουσίας που είναι εγγενής σε κάθε διάσπαση, αλλά και μια ανακατανομή των εταιρικών συμμετοχών, που καταλήγει να είναι έμμεση ανακατανομή (από οικονομική άπο-ψη, όχι κατά νομική κυριολεξία) της αρχικής εταιρικής περιουσίας μεταξύ των εταίρων, ανάλογα με τη σύνθεση των συμμετοχών που αποκτούν. Τούτο επιτρέπεται από τον νόμο, που όμως λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο να γίνεται αυτή η ανακατανομή όχι γιατί είναι επιχειρηματικώς αποτελεσματική, αλλά για να πληγούν ορισμένοι εταίροι, πα-ραπεμπόμενοι στην επωφελούμενη εταιρία που θεωρείται «ασύμφορη». Σε αυτόν τον προβληματισμό απαντά το δικαίωμα εξόδου.


δ) Το δικαίωμα εξόδου του εταίρου της υπό μετατροπή εταιρίας, όπως προκύπτει από ειδικές διατάξεις που καλύπτουν όλες τις εταιρικές μορφές (άρ. 121 παρ. 3, άρ. 130 παρ. 4, άρ. 136 παρ. 2). Ότι σε έναν από τους τρεις τύπους μετασχηματισμών ισχύει κατ’ αποτέλεσμα γενικό δικαίωμα εξόδου, καταδεικνύει πως ο νόμος ευνοεί τη μετατροπή λιγότερο από τους άλλους δύο τύπους μετασχηματισμών, διότι διαφορετικά δεν θα την επιβάρυνε σε κάθε περίπτωση με το δικαίωμα εξόδου.


Υπάρχει πράγματι τελολογική δικαιολόγηση γι’ αυτή τη διαφοροποίηση. Ειδικότερα, με τη συγχώνευση και τη διάσπαση κατανέμεται εκ νέου η εταιρική περιουσία μεταξύ των συμμετεχουσών εταιριών, με τρόπο που (κατά την πλειοψηφική αντίληψη των ενδιαφερομένων εταίρων, την οποία αποδέχεται ο νόμος) θεωρείται ότι οδηγεί σε καλύτερη αξιοποίησή της. Στη μετατροπή όμως η εταιρική περιουσία παραμένει ίδια στον ίδιο φορέα, πρόκειται δε για αλλαγή μόνον του «νομικού ενδύματος» του τελευταίου. Μπορεί βέβαια μια άλλη εταιρική μορφή να ανταπο-κρίνεται καλύτερα στις εξελισσόμενες ανάγκες της επιχείρησης. Ωστόσο, ελλείψει νέας κατανομής της περιουσίας, ο ν. 4601/2019 φαίνεται (εύλογα) να θεωρεί αυξημένη την πιθανότητα να αποφασίζεται μετατροπή όχι τόσο γιατί είναι χρήσιμη για την εταιρική επιχείρηση, όσο για να πληγεί η θέση της μειοψηφίας, ιδίως διότι η επιρροή της στην εταιρία διά των διοικητικών δικαιωμάτων περιορίζεται στις εταιρικές μορφές που απευθύνονται σε μεγαλύτε-ρες επιχειρήσεις, και ιδίως στην ΑΕ. Ο νόμος βρίσκει, έτσι, τη ρυθμιστική ισορροπία επιτρέποντας μεν τη μετα-τροπή σε κάθε περίπτωση, αλλά πάντως με δικαίωμα εξόδου.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved