Νομολογία - ποινικά

(ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2016 - ÔÅÕ×ÏÓ 90) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1095/2016 Τμήμα: Τμήμα Z’ Πρόεδρος: Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντ/δρος, Εισαγγελέας: Αθανάσιος Ακριτίδης, Αντ/λέας Εισηγητής: Νικόλαος Τσάκος
Δεν επάγεται απόλυτης ακυρότητας η μη ανάγνωση του ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου μετά την κατάγνωση της ενοχής του, εκτός αν αυτό ζητήθηκε από τον τελευταίο και δεν έγινε δεκτό ρητά ή σιωπηρά. Το Δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε αρνητική υπέρβαση εξουσίας, όταν δεν ελέγχει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων για την αναστολή εκτέλεσης ποινής στερητικής της ελευθερίας μέχρι τριών ετών. Δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην καταδικαστική απόφαση περί μη αναστολής εκτέλεσης ποινής που υπερβαίνει το ένα αλλά όχι και τα τρία έτη, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν προσδιορίζει τα στοιχεία με βάση τα οποία έκρινε ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να την αποτρέψουν τον συγκεκριμένο καταδικασθέντα κατηγορούμενο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων.
Άρθρα 99 παρ. 1 ΠΚ, 577 παρ. 2 ΚΠΔ και 171§1 περ. δ΄, 510 παρ. 1 περ. Α΄, Δ΄ και Η΄ ΚΠΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρ. 577 ΚΠΔ «Το δελτίο ποινικού μητρώου επισυνάπτεται υποχρεωτικά με ευθύνη του αρμόδιου γραμματέα σε κάθε δικογραφία για εγκλήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και άνω, μέσα σε σφραγιστό αδιαφανή φάκελο και αποσφραγίζεται μόνο μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης του Δικαστηρίου, γενομένης ειδικής μνείας στα πρακτικά. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως κατά της καταδικαστικής απόφασης το δελτίο ποινικού μητρώου σφραγίζεται και πάλι με ευθύνη του γραμματέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, σε αδιαφανή φάκελο, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των του προηγουμένου εδαφίου. Τα αυτά ισχύουν σε περίπτωση επανεκδίκασης της υπόθεσης κατ’ ουσίαν μετ’ αναίρεση. Η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων από το δικαστικό γραμματέα συνεπάγεται πειθαρχική ευθύνη αυτού».


Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι σε περίπτωση που υπάρχει στη δικογραφία το δελτίο ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου, το δικαστήριο υποχρεούται μεν να προβεί στην ανάγνωση αυτού, πλην όμως, η παράλειψη αυτή δεν συνεπάγεται καμία ακυρότητα, αφού δεν απαγγέλλεται τέτοια, εκτός αν ζητήθηκε η ανάγνωση τούτου (ΔΠΜ) από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και το δικαστήριο αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με την αίτηση, που υποβλήθηκε προς το σκοπό αυτό.


Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως της ενδίκου αιτήσεως από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι δε διαβάστηκε μετά την περί ενοχής κρίση το δελτίο ποινικού μητρώου και δεν λήφθηκε υπόψη για την επιβολή της ποινής, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης δεν προκύπτει ότι η κατηγορούμενη ή ο συνήγορός της υπέβαλαν αίτημα να αναγνωσθεί πριν από την επιβολή της ποινής το δελτίο ποινικού μητρώου αυτής.


Κατά το άρ. 99 παρ. 1 ΠΚ «Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο, από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση αξιοποίνων πράξεων».


Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, εφόσον η επιβληθείσα στον κατηγορούμενο ποινή, δεν είναι μεγαλύτερη των τριών ετών, έχει υποχρέωση να ελέγξει, ακόμη και χωρίς αίτημα, τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική κρίση του, διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας ειδικώς από την τυχόν αρνητική του κρίση, ο από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, πέραν του ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του, από την οποία ιδρύεται και ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ του ΚΠΔ.


Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Ναυπλίου με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 501/2015 απόφασή του κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση και επέβαλε σ’ αυτήν ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως με την αιτιολογία ότι «Επειδή από την έρευνα του χαρακτήρα της κατηγορουμένης που καταδικάστηκε και τις άλλες περιστάσεις το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί να την αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων (άρ. 82 ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει) και ενόψει του ότι δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής καθόσον από το ποινικό μητρώο της κατηγορουμένης προκύπτει ότι αυτή έχει καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους. Συντρέχει, επομένως νόμιμη περίπτωση να μετατραπεί η παραπάνω ποινή».

Η αιτιολογία αυτή δεν είναι η κατά την ανωτέρω διάταξη του άρ. 99 παρ. 1 του ΠΚ επιβαλλόμενη για την αιτιολόγηση ειδικώς της αρνητικής κρίσεως του δικαστηρίου, ως προς την αναστολή της μη υπερβαίνουσας τα τρία (3) έτη ποινής φυλακίσεως, καθόσον η προσβαλλόμενη δεν προσδιορίζει τα στοιχεία με βάση τα οποία έκρινε ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να την αποτρέψουν από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων.


Πέραν τούτου δεν προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη κατά το αληθές και πραγματικό περιεχόμενο του, παρά τη μνημόνευσή του στην αιτιολογία της αποφάσεως, το αντίγραφο ποινικού μητρώου, καθόσον από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του υπάρχοντος στη δικογραφία μοναδικού από 12 Μαρτίου 2014 αντιγράφου ποινικού μητρώου για δικαστική χρήση, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα είχε καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλάκισης 7 μηνών και 15 ημερών (3μ + 4 μ. και 15 ημέρες) ήτοι σε ποινή μικρότερη από ένα έτος, ενώ κατά τις παραδοχές της απόφασης, η αναιρεσείουσα είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως άνω του έτους.


Έτσι, λοιπόν, που έκρινε το ανωτέρω Δικαστήριο υπέπεσε στην από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ πλημμέλεια αλλά και σ’ αυτήν της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ του ΚΠΔ, αφού προέβη στη μετατροπή της ως άνω ποινής φυλακίσεως, χωρίς να έχει αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του για μη αναστολή εκτελέσεως της ποινής αυτής. Επομένως οι σχετικοί ως άνω λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή τους, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς τη διάταξη της περί μετατροπής της ποινής που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα, να παραπεμφθεί δε, σύμφωνα με το άρ. 519 του ΚΠΔ, η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved