Νομολογία - ποινικά

(ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2008 - ÔÅÕ×ÏÓ 49) Αριθμός απόφασης: 2357/2007 Τμήμα: Τμήμα Ζ΄ (ποιν.) ΑΠ Πρόεδρος: - Εισηγητής: Θ. Γκοΐνη
Πλαστογραφία και πλαστογραφία πιστοποιητικών, στοιχεία των εγκλημάτων τούτων. Ψευδής βεβαίωση, στοιχεία του εγκλήματος. Έννοια δημοσίου εγγράφου, τα έγγραφα που αφορούν την εσωτερική υπηρεσία των δημόσιων αρχών δεν είναι δημόσια έγγραφα.
Άρθρα: 216 παρ. 1, 217, 242 παρ. 2, 13, 263α ΠΚ, 438 ΚΠολΔ, 93 παρ. 3 Συντ., 139, 510, 519, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΣΚΕΠΤΙΚΟ
Α. Επί της αιτήσεως της Α.Σ.
Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η δε χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που να το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υπο-κειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες μπορεί να αφορούν τον παρα-πλανώμενο ή τρίτο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο, που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αντικείμενο του εν λόγω εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού μπορεί να είναι δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (άρθρο 13 εδ. γ΄ ΠΚ), που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών, όπως είναι μεταξύ άλλων και βεβαιώσεις σπουδών ή πιστοποιητικά που αναφέρονται στην οικογενειακή κατάσταση, τα προσόντα ή τις ιδιότητες προσώπων, πρέπει δε ο σκοπός του δράστη να στοχεύει στο να διευκολύνει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος σχετικά με τις συγκεκριμένες βιοτικές ανάγκες, χωρίς, όμως, εντεύθεν να βλάπτεται άλλος ευθέως στις έννομες σχέσεις του, και όχι στο να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οπότε έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ.
…..Ακολούθως, αφού παραθέτει το δικάσαν Εφετείο τις νομικές σκέψεις του σε σχέση με τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 216 και 217 ΠΚ, καταλήγει ως εξής: «Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση που η κατηγορούμενη προέβη στην κατάρτιση των άνω πλαστών εγγράφων προκειμένου να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΕΜΠ που θα ενέκριναν την μεταγραφή των τριών άνω φοιτητών ότι δήθεν αυτοί πληρούσαν τις προϋποθέσεις για την μεταγραφή των, πρέπει να εφαρμοστεί η γενική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και όχι εκείνη του άρθρου 217 ΠΚ (πλαστογραφία πιστοποιητικού), αφού από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν η πλαστογράφηση γίνεται για άλλο σκοπό, εκτός του εις το άρθρο 217 ΠΚ διαλαμβανομένου, τότε και αν ακόμη αφορά έγγραφα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό (πιστοποιητικά κ.λπ.), εφαρμογή έχει η γενική διάταξη του άρθρου 216 και όχι η εξαιρετική του άρθρου 217 ΠΚ. Επομένως, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των κατηγορουμένων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι». Με αυτά που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθώς ερ-μήνευσε και εφήρμοσε την περί πλαστογραφίας διάταξη του ως άνω άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Δεν συνέτρεχε δε νόμιμη περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 217 ΠΚ, όπως αβασίμως υποστηρίζει η ανωτέρω αναιρεσείουσα, αφού κατά τα δεκτά γενόμενα από την απόφαση πραγματικά περιστατικά, με την κατάρτιση των συγκεκριμένων πλαστών εγγράφων και τη χρήση τους εν συνεχεία, σκόπευε η αναιρεσείουσα να παραπλανήσει τα αρμόδια όργανα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, ότι οι ως άνω τρεις φοιτητές πληρούσαν τις κατά νόμον προϋποθέσεις για τη μεταγραφή τους σ' αυτό, ως παιδιά πολυτέκνων και προερχόμενοι από αντίστοιχες Σχολές ΑΕΙ της Χώρας, και να αποφασισθεί έτσι η έγκριση των μεταγραφών αυτών, τις οποίες δεν εδικαιούντο οι εν λόγω φοιτητές, σκοπός ο οποίος δεν εμπίπτει στα διαγραφόμενα από το άρθρο 217 ΠΚ πλαίσια της άμεσης συντηρήσεως, της κινήσεως ή της κοινωνικής προόδου των φοιτητών αυτών, και με ευθεία εντεύθευν βλάβη του Πολυτεχνείου, το οποίο αναλαμβάνει την εκπαίδευση, με το οικείο κόστος, των νομίμως εγγραφομένων και μετα-γραφομένων σ' αυτό φοιτητών. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της ως άνω αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠοινΔ, συνακολούθως δε να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση αυτή και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
Β. Επί της αιτήσεως της Ζ.Κ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 ΠΚ, υπάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου απ' αυτήν εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α΄ και 236α ΠΚ, αρμόδιος για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ΄ ΠΚ και δη δημόσιο και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Ποινικού Κώδικα, γι' αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων αρχών. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος, ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του. Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλόμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απο-φάσεως υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, λόγω αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Το Εφετείο για την αναιρεσείουσα Ζ.Κ. δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπερι-στατωμένη αιτιολογία, διότι ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της εκτίθεται, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, αν η «κάρτα σπουδαστή», στην οποία φέρεται ότι έγινε η ψευδής βεβαίωση, είναι δημόσιο έγγραφο προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη, έναντι πάντων, των σ' αυτή βεβαιωμένων γεγονότων, ή αν αυτή, αντιθέτως, αφορά στην εσωτερική υπηρεσία της γραμματείας της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, κατ' αυτόν δε τον τρόπο δεν προκύπτει με σαφήνεια πώς θα είχε έννομες συνέπειες και ποιες η ψευδής ως άνω εγγραφή στην υπόψη «κάρτα σπουδαστή», ενώ, εξάλλου, δημιουργείται ασάφεια από το ότι το Εφετείο παραθέτει στην απόφασή του, ως διάταξη της οποίας το πραγματικό συγκροτούν οι ανωτέρω παραδοχές του εκείνη της παρ. 2 του άρθρου 242 ΠΚ. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται, αναφορικώς προς την ανωτέρω αναιρε-σείουσα, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει να αναιρεθεί κατά τον βάσιμο περί αυτού δεύτερο λόγο αναιρέσεως της ως άνω αιτήσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠοινΔ, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας του πρώτου λόγου, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, δεδομένου ότι είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που την εξέδωσαν (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved