Νομολογία - πολιτικά

(ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ-ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016 - ÔÅÕ×ÏÓ 91) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 741/2016 Τμήμα: Α2’ Πολιτικό Τμήμα Πρόεδρος: Προεδρεύων Αντιπρ.: Αντ. Ζευγώλης Εισηγητής: Γ. Αποστολάκης
Η εξειδίκευση της ανώτερης βίας ταυτίζεται στο ουσιαστικό και στο δικονομικό δίκαιο. Οι δικονομικές συνέπειες όμως διαφέρουν. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την εξειδίκευση της ανώτερης βίας ελέγχεται αναιρετικά κατά την ΚΠολΔ 559 αρ. 1 ή 19, για τις δε συνέπειες αυτές της κριθείσας ως συντρέχουσας ανώτερης βίας ελέγχονται αναιρετικά κατά την ΚΠολΔ 559 αρ. 14.
Νομικές διατάξεις: Άρθρο ΚΠολΔ 559 αρ. 1, 9 και 14.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

«… ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ ολομ 29/1992). Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι πλην άλλων και η αιφνίδια ασθένεια του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εφόσον συνέβαλε στην επέλευση της ερημοδικίας. Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξιδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη. Ως προς αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Όμως η συνδρομή αυτής καθαυτής της ανώτερης βίας, δηλαδή η εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας από το δικαστήριο της ουσίας, ελέγχεται αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, για να διαπιστωθεί, αν τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στο υπόψη δικόγραφο ή αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ως αποδεδειγμένα, δικαιολογούν την κρίση του ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός συνιστά ή όχι ανώτερη βία στο πλαίσιο ορθής ή μη υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στην έννοια αυτή (ΑΠ 219/2016, ΑΠ 490/2009).


Συνεπώς με τους λόγους αντίστοιχα από τους αριθμούς 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που λαμβάνονται συνδυαστικά, ελέγχεται αναιρετικά η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη αρχικά ανώτερης βίας και ακολούθως ως προς την κήρυξη ή μη κήρυξη -εξαιτίας αυτής- ακυρότητας ή απαραδέκτου. Έτσι η απόρριψη της ανακοπής ερημοδικίας, μολονότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την παραδοχή της που τάσσονται από τα άρθρα 501 και 673 ΚΠολΔ, συνιστά μεν σφάλμα υπό την έννοια της παράλειψης του δικαστηρίου να κρίνει άκυρη την προηγηθείσα ερημοδικία του διαδίκου και συνεπώς θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ωστόσο η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή ή μη λόγου ανώτερης βίας, εφόσον σ’ αυτή στηρίζεται η ανακοπή ερημοδικίας, ελέγχεται προηγουμένως αναιρετικά με το λόγο από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου ή ενδεχομένως από τον αριθμό 19 αυτού».

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved