Νομολογία - ποινικά

Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1272/2019 Τμήμα: Ε΄ Πρόεδρος: Μαρία Χυτήρογλου, Αντ/δρος, Εισαγγελέας: Ευσταθία Σπυροπούλου, Αντ/λέας Εισηγητής: Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού
Συκοφαντική δυσφήμηση ανώνυμης εταιρείας. Δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα, όταν το υπό κρίση δυσφημιστικό γεγονός κοινοποιείται σε δικαστικά πρόσωπα, τα οποία λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του στα πλαίσια των καθηκόντων τους, οπότε δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «τρίτοι», ενώ μόνο εκ του γεγονότος ότι αυτά είναι δικαστικά όργανα δεν συνάγεται ως δεδομένη η προσφορότητα της βλαπτικότητας του διαδιδόμενου γεγονότος. Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 364 παρ. 1 και 3 προϊσχύσαντος ΠΚ, 510 παρ. 1 περ. Δ΄ - Ε΄ ΚΠΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
[…] Για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας ως προς τα αντικει-μενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και τις επιχειρή-σεις της. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις («τρίτος» και «δυνατότητα βλάβης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εται-ρεία και τις επιχειρήσεις της») μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στο νομικό πρόσωπο, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τον τόπο, χρό-νο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ενώπιον του οποίου διαδίδεται το γεγονός. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελείς, γραμματείς και υπάλληλοι δικαστηρίων) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της εμπιστοσύνης του κοινού στην εταιρεία. Διότι τα δι-καστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικαστική τους κρίση, αποστασιοποιημένα από τις συγκεκριμένες προ-σωπικότητες - διαδίκους, εφαρμόζοντας τους δικονομικούς κανόνες και η διατύπωση της κρίσης τους είναι αποτέ-λεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως επιφορτισμένων ορ-γάνων της πολιτείας, ενεργούντων στο όνομα του ελληνικού λαού και δεν επηρεάζονται από προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την υφιστάμενη κατάσταση του νομικού προσώπου. Άλλωστε, για τα πρόσωπα αυτά δεν προκύ-πτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης και οδηγούν στην εκπλήρωση των υπηρεσιακών καθη-κόντων τους.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ανεκκλήτως… με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του, δέχθηκε… τα ακόλουθα πραγματικά περι-στατικά: Κατά το καλοκαίρι του 2011 ο δεύτερος κατηγορούμενος, Π.Ε., ήταν Πρόεδρος της… και ο πρώτος κατη-γορούμενος, Δ.Γ., αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας της… προχώρησαν στην κατάθεση της αναφοράς στον Ει-σαγγελέα και επίσης κοινοποίησαν το περιεχόμενο της αναφοράς αυτής στους λοιπούς εργαζόμενους στις μετα-φορικές εταιρείες, τόσο συναδέλφους τους όσο και εργαζόμενους άλλων εταιρειών, καθώς και σε πελάτες της ε-γκαλούσας (βλ. κατάθεση μάρτυρα της πολιτικώς ενάγουσας), σκοπός τους δε ήταν να ανατρέψουν τις απολύσεις τους με την άσκηση διώξεων εναντίον των εργοδοτών τους. Επομένως οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι του αποδιδόμενου σε αυτούς αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας από κοινού.
Με τις σκέψεις και παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ενόχους τους αναιρε-σείοντες της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας από κοινού ήτοι ότι στη Θεσσαλονίκη την 17-11-2011 οι κατηγορούμενοι ήδη αναιρεσείοντες από κοινού ενώπιον τρίτων ισχυρίστηκαν εγγράφως για ανώνυμη εταιρεία ορισμένα ψευδή γεγονότα που είναι σχετικά με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση, γε-νικά τις εργασίες της και τα πρόσωπα που τη διοικούν και τη διευθύνουν, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και γενικά τις επιχειρήσεις της, ενώ τελούσαν σε γνώση της αναλήθειάς τους. Συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο απέστειλαν στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την από 17-11-2011 έγγραφη ενημέρωση-διαμαρτυρία, την οποία είχαν συντάξει και υπογράψει οι ίδιοι, ο μεν πρώτος Ε.Π. ως Πρόεδρος, ο δε δεύτερος Γ.Δ. ως Αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας της …, στο ο-ποίο ανέφεραν για την εγκαλούσα, εδρεύουσα στο …ς, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙ-ΡΕΙΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ» και το διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.» που έχει ως αντικείμενο δραστηριό-τητας τις εθνικές οδικές μεταφορές, κατά λέξη τα εξής σχετικά με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση, τις εργασίες της και τα διοικούντα και διευθύνοντα την εταιρεία αυτή πρόσωπα, γεγονότα: […]. Τα γεγονότα, όμως, αυτά τα οποία αναφέρονται στην πιο πάνω ενημέρωση-διαμαρτυρία που συνέταξαν και υπέγραψαν οι κατηγορού-μενοι, των οποίων έλαβαν γνώση ο Διευθύνων, εισαγγελικοί λειτουργοί και υπάλληλοι της Εισαγγελίας Πρωτοδι-κών Θεσσαλονίκης, ανακριτικοί υπάλληλοι και άλλοι, εκτός από αυτά που αφορούν την απόλυση των κατηγορου-μένων λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης κατά παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, είναι ψευδή, καθώς η αλήθεια, την οποία οι κατηγορούμενοι γνώριζαν, ήταν ότι η εγκαλούσα εταιρεία … Οι δε κατηγορούμενοι, αν και γνώριζαν ότι τα γεγονότα αυτά που ήταν σχετικά με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση, γενικά τις εργασί-ες της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με τον διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.» και με τα πρόσωπα που τη διοικούσαν και τη διηύθυναν, είναι ψευδή και ότι μπορούσαν να βλάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εγκαλούσα εται-ρεία και γενικά στις επιχειρήσεις της, τα ισχυρίστηκαν ενώπιον των προαναφερομένων προσώπων.
Με τα παραπάνω που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. […] Ειδικότερα, έγινε δεκτό στο σκεπτικό της προσβαλλόμε-νης απόφασης ότι οι κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν ότι τα καταγγελλόμενα είναι ψευδή, προχώρησαν στην κατά-θεση της αναφοράς στον Εισαγγελέα και επίσης κοινοποίησαν το περιεχόμενο της αναφοράς αυτής στους λοι-πούς εργαζόμενους των μεταφορικών εταιρειών, τόσο συναδέλφους τους όσο και εργαζόμενους άλλων εταιρειών, καθώς και σε πελάτες της εγκαλούσας εταιρείας. Στο διατακτικό έγινε δεκτό ότι τα ψευδή γεγονότα που αναφέρο-νται στην ενημέρωση-διαμαρτυρία και συνέταξαν και υπέγραψαν οι κατηγορούμενοι, έλαβαν γνώση ο Προϊστάμε-νος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών (Διευθύνων), εισαγγελικοί λειτουργοί και υπάλληλοι της Εισαγγελίας Πρωτοδι-κών Θες/νίκης, ανακριτικοί υπάλληλοι και άλλοι. Από τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά, προκύπτει α-ντίφαση στην απόφαση ως προς τη συνδρομή του αντικειμενικού στοιχείου του τρίτου (προσώπου) ενώπιον του οποίου οι αναιρεσείοντες που καταδικάστηκαν από κοινού, ισχυρίστηκαν εγγράφως ορισμένα ψευδή γεγονότα, βλαπτικά για την εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία, διότι, ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι κατέ-θεσαν την ψευδή αναφορά τους στον Εισαγγελέα και παράλληλα διέδωσαν το περιεχόμενό της σε εργαζόμενους των μεταφορικών και άλλων εταιρειών, καθώς και σε πελάτες της εγκαλούσας εταιρείας, στο διατακτικό γίνεται δε-κτό ότι έλαβαν γνώση του ψευδούς περιεχομένου της αναφοράς τα εκτιθέμενα δικαστικά πρόσωπα που, άλλωστε, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ιδιότητα του τρίτου, καθώς και άλλοι (αορίστως), οι οποίοι δεν μπορεί να θεωρη-θεί ότι είναι τα ίδια πρόσωπα που εκτίθενται στο σκεπτικό και συνιστούν τρίτους (εργαζόμενοι, πελάτες), επειδή ουδόλως προσδιορίζονται.
Μετά την ασάφεια αυτή ως προς την ύπαρξη του απαραίτητου αντικειμενικού στοιχείου του αδικήματος στην απόφαση, καθίσταται, εντεύθεν, ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστι-κής ποινικής διάταξης· ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο λόγος της αναίρεσης για έλλειψη ειδι-κής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αιτιάσεων των αναιρεσειόντων πάνω στον ίδιο λόγο, καθώς και του άλλου λόγου της αναίρεσης, στηριζο-μένου στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ του ΚΠΔ και αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έχουν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). […]

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved