Νομολογία - πολιτικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2013 - ÔÅÕ×ÏÓ 78) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 2266/2013 Τμήμα: Α1΄ Πολιτικό Τμήμα Πρόεδρος: Β. Λυκούδης Εισηγητής: Δ. Κράνης
Νόμιμη αιτία στον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Προσδιορισμός δικαιούχου και υποχρέου από αδικαιολόγητο πλουτισμό σε περίπτωση έκδοσης τραπεζικής εγγυητικής επιστολής επί ανύπαρκτου χρέους του οφειλέτη έναντι του λήπτη της επιστολής καθώς και σε περίπτωση εκχώρησης της εγγυητικής επιστολής σε τρίτο.
Νομικές Διατάξεις: 904 ΑΚ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
[…] Από τη διάταξη του άρθρ. 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία άλλου, δηλαδή η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πλουτισμού και επιβάρυνσης, έτσι ώστε το ένα να αποτελεί την αιτία του άλλου. Στερείται νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος ή κατ' εξαίρεση από τη θέληση του νομοθέτη, συναγόμενη σαφώς από συγκεκριμένες διατάξεις ή και από το γενικότερο πνεύμα του νόμου, όπως επί αποσβεστικής προθεσμίας ή παραγραφής, ενώ νόμιμη αιτία δικαιολόγησης του πλουτισμού, εκτός από τη βούληση του ζημιωθέντος ή του νομοθέτη, είναι και το αντάλλαγμα που τυχόν παρέχει ο λήπτης του πλουτισμού, δηλαδή η οικονομική θυσία του έναντι του αποκτώμενου πλουτισμού, η οποία, αν είναι ισάξια μ' αυτόν, ανταποκρίνεται πλήρως στην εξισωτική αποστολή του θεσμού του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως η παροχή που γίνεται για την εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία αναλήφθηκε με σύμβαση, δεν γίνεται αναίτια, ώστε να μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η σύμβαση αποτελεί κατά το άρθρ. 361 του ΑΚ νόμιμη αιτία και μπορεί, λοιπόν, κάθε συμβαλλόμενος, εφόσον αυτή είναι ισχυρή, να ασκήσει τα δικαιώματά του απ' αυτή. Αξίωση έτσι κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο, όπως στην περίπτωση λύσης της σύμβασης λόγω υπαναχώρησης ή πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης ή κατά το άρθρ. 388 του ΑΚ, και πρέπει τα σχετικά περιστατικά, που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης και συνιστούν τη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να τα επικαλείται ο ενάγων με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, αλλιώς η αγωγή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 390/2011). Αντίστοιχα και η ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία, εφόσον θεωρηθεί ως αντάλλαγμα ισάξιο προς τον πλουτισμό του υπαίτιου της αδικοπραξίας, αποκλείει τη θεμελίωση εναντίον του αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (πρβλ. ΑΠ 16/2008). Κατά την έκφραση του νόμου δικαιούχος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι αυτός από την περιουσία του οποίου ή με ζημία του επήλθε ο πλουτισμός σε άλλον χωρίς νόμιμη αιτία. Συνήθως τα δύο κριτήρια συμπίπτουν και μάλιστα στο ίδιο πρόσωπο, αρκεί όμως να συντρέχει και οποιοδήποτε απ' αυτά, αδιάφορο ποιο από τα δύο, για τη θεμελίωση αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ωστόσο, αν συντρέχουν και τα δύο κριτήρια, αλλά σε διαφορετικά πρόσωπα, δεν έχουν αντίστοιχες αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό τα διαφορετικά πρόσωπα, αφού μια τέτοια παραδοχή θα επιβάρυνε αδικαιολόγητα τον λήπτη του πλουτισμού να τον αποδώσει διπλό, αλλά μία μόνον αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γεννιέται και στην περίπτωση αυτή στο πρόσωπο αυτού που πράγματι ζημιώθηκε. Κρίσιμο δηλαδή κριτήριο για τον προσδιορισμό του δικαιούχου της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι το ουσιαστικό κριτήριο της ζημίας, αφού αυτό, συγκρινόμενο με το τυπικό κριτήριο της προέλευσης του πλουτισμού, ανταποκρίνεται καλλίτερα στο σκοπό του νόμου, που επιβάλλει το αδικαιολόγητο όφελος να αποδοθεί σ' αυτόν που πράγματι πλήγηκε (ΑΠ 1351/2011). Ενδέχεται στη σχέση δότη και λήπτη του πλουτισμού να παρεμβάλλεται και τρίτο πρόσωπο, οπότε δημιουργείται τριμερής σχέση μεταξύ του τρίτου, του δότη και του λήπτη του πλουτισμού, αναλυόμενη συνήθως σε δύο μερικότερες σχέσεις, δηλαδή τη σχέση του τρίτου προς τον δότη του πλουτισμού (σχέση κάλυψης) και αυτή του τρίτου προς τον λήπτη του πλουτισμού (σχέση αξίας). Σε μια τέτοια περίπτωση πραγματικά ζημιούμενος και συνεπώς δικαιούχος της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό μπορεί να είναι ο τρίτος, όπως συμβαίνει όταν ο δότης του πλουτισμού, με υπόδειξη του τρίτου και προκειμένου να αποσβέσει χρέος του τρίτου προς τον λήπτη του πλουτισμού, που όμως στην πραγματικότητα δεν οφείλεται, κατέβαλε σ' αυτόν το ισόποσο του υποτιθέμενου χρέους, το οποίο ακολούθως υποχρεούται να αποδώσει ο τρίτος στον δότη του πλουτισμού, δηλαδή στην περίπτωση αυτή η μεν σχέση κάλυψης είναι ισχυρή, πάσχει όμως η σχέση αξίας. Έτσι και στην περίπτωση της έκδοσης εγγυητικής επιστολής από τράπεζα, ύστερα από εντολή πελάτη της για την κάλυψη χρέους του προς τον λήπτη της επιστολής, που όμως είναι ανύπαρκτο, ο λήπτης της εγγυητικής επιστολής γίνεται με την είσπραξή της αδικαιολόγητα πλουσιότερος με ζημία όχι της τράπεζας (δότριας του πλουτισμού), αλλά του πελάτη της τράπεζας, αφού με χρέωσή του έγινε από την τράπεζα η εξόφληση της εγγυητικής επιστολής και προς αυτόν επομένως ως τρίτο υποχρεούται ο λήπτης της εγγυητικής επιστολής να αποδώσει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του. Κατά την ίδια έννοια ενδέχεται στην όλη σχέση να παρεμβάλλονται και άλλα πρόσωπα, οπότε ανάλογα μπορεί να μεταβάλλεται το πρόσωπο αυτού που τελικά αδικαιολόγητα πλούτισε. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση που ο αρχικός λήπτης της εγγυητικής επιστολής, παρόλο που αυτή ασφαλίζει ανύπαρκτη στην πραγματικότητα απαίτησή του έναντι εκείνου που ζήτησε την έκδοσή της, την εκχωρεί σε δικό του δανειστή για την κάλυψη αντίστοιχου χρέους του, αφού τότε η είσπραξη από αυτόν (εκδοχέα) της εγγυητικής επιστολής δεν τον κάνει αδικαιολόγητα πλουσιότερο, εφόσον με το ποσό της εγγυητικής επιστολής ικανοποιεί ισόποση απαίτησή του κατά του αρχικού λήπτη αυτής, υποβαλλόμενος έτσι σε αντίστοιχη με την απόσβεση της απαίτησής του οικονομική θυσία, αλλά αδικαιολόγητα πλουσιότερος είναι τελικά ο αρχικός λήπτης της επιστολής, ο οποίος με την εκχώρησή της εξόφλησε χρέος του προς άλλον, χωρίς ο ίδιος να είναι στην πραγματικότητα δανειστής εκείνου που με εντολή του εκδόθηκε η εγγυητική επιστολή. Υπό την έννοια αυτή το όφελος από την περιουσιακή μετακίνηση καταλήγει σ' αυτόν και ο πλουτισμός του θεωρείται άμεσος (πρβλ. ΑΠ 898/2003, 1239/2005) […].

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved