Νομολογία - διοικητικά

(ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2006 - ÔÅÕ×ÏÓ 38) Αριθμός απόφασης: ΣτΕ 664/2006 Τμήμα: Δ' Πρόεδρος: Μ. Βροντάκης Εισηγητής: Α. Χριστοφορίδου
Αρχή αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων και αρχή δίκαιης δίκης. Στην έννοια των αμφισβητήσεων ως προς δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσης κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ εμπίπτουν και οι διαφορές που προέρχονται από πράξεις διοικητικών ή πειθαρχικών οργάνων σχετικά με το δικαίωμα συνεχίσεως μιας επαγγελματικής δραστηριότητας. Δεν είναι ανεκτή η ανάθεση αρμοδιότητας για την κίνηση και τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας, καθώς και για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής στο ίδιο το διοικητικό όργανο κατά του οποίου στρέφεται η επίμαχη ενέργεια, συμπεριφορά ή πράξη
Άρθρα 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 7 ν. 2690/1999
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
    Επειδή, κατά το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974, ΦΕΚ Α 256) «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργώντας νόμιμα θα αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αστικής φύσης, είτε για το βάσιμο κάθε κατηγορίας εναντίον του ποινικής φύσης». Με τη διάταξη αυτή ανάγεται σε κανόνα δικαίου υπερνομοθετικού χαρακτήρα μια πανανθρώπινη αξία, η ανεξαρτησία και η αμεροληψία του κριτή που αποφαίνεται σε διαφορές σχετικές με δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσης ή για το βάσιμο κάθε ποινικής κατηγορίας. Αποφασιστικός παράγοντας για τη διαπίστωση της αμεροληψίας είναι η εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέουν σε μία δημοκρατική κοινωνία οι πιο πάνω κριτές, διαμορφούμενη με βάση αντικειμενικά γεγονότα και αξιολογήσεις. Εξάλλου, στην έννοια των αμφισβητήσεων ως προς δικαιώματα και υποχρεώσεις αστικής φύσης κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ εμπίπτουν και οι διαφορές που προέρχονται από πράξεις διοικητικών ή πειθαρχικών οργάνων σχετικά με το δικαίωμα συνεχίσεως μιας επαγγελματικής δραστηριότητας που εντάσσεται στο χώρου του ιδιωτικού δικαίου και για την οποία έχει χορηγηθεί προηγουμένως σχετική άδεια, εφόσον οι πράξεις αυτές δεν συνδέονται στενά με την άσκηση δημόσιας εξουσίας και δεν υπόκεινται σε ουσιαστικό δικαστικό έλεγχο, όπως εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση.

    Περαιτέρω, σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, τα όργανα της διοικήσεως πρέπει να παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης, πράγμα που μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση όχι μόνο όταν υπάρχει είτε προσωπικό συμφέρον για την έκβαση της υποθέσεως, είτε ιδιαίτερος δεσμός ή ιδιάζουσα σχέση ή οξεία αντίθεση από έχθρα προς τα πρόσωπα που αφορά η ενέργεια, αλλά και γενικότερα στις περιπτώσεις που είναι δυνατό να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι το διοικητικό όργανο έχει ήδη σχηματισμένη και, άρα, προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση που πρόκειται να κρίνει. Κατά συνέπεια, άσχετα από την ύπαρξη διατάξεως που να προβλέπει για ειδικούς λόγους την εξαίρεση του συγκεκριμένου διοικητικού οργάνου, η ενέργειά του που έγινε παρά τη συνδρομή τέτοιων λόγων είναι ελαττωματική και συνεπάγεται την ακυρότητα της σχετικής διοικητικής πράξεως λόγω του τεκμηρίου επηρεασμού του που δημιουργείται έτσι, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή υπήρξε πραγματικά μεροληπτική.

    Έτσι, σύμφωνα με την αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων, η οποία αποτυπώνεται ήδη στις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 2690/99 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Α` 45) και αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής του Κράτους Δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες απ` αυτό εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, καθώς και την αρχή της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το πιο πάνω άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεν είναι ανεκτή η ανάθεση αρμοδιότητας για την κίνηση και τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας, καθώς και για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής στο ίδιο το διοικητικό όργανο κατά του οποίου στρέφεται η επίμαχη ενέργεια, συμπεριφορά ή πράξη. Τούτο δε διότι, τόσον η κίνηση και διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας, όσον και η σχετική με την ενοχή ή μη του πειθαρχικώς διωκομένου απόφαση πρέπει να προέρχεται από όργανα και πρόσωπα ως μέλη αυτών που παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσεως, πράγμα που αντικειμενικώς τίθεται σε αμφισβήτηση όταν το ίδιο διοικητικό όργανο ως έχον την πειθαρχική αρμοδιότητα, ή μέλη αυτού, κρίνουν, κατόπιν συλλογής και αξιολογήσεως των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ότι η ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά που τους αφορά συνιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση πειθαρχικό παράπτωμα διαπραχθέν εις βάρος τους, επιβάλλουν δε και τη σχετική ποινή.

    Σε περίπτωση δε που η επίμαχη ενέργεια, πράξη ή συμπεριφορά στρέφεται κατά διοικητικού οργάνου ως αρχής, η εμπλοκή αυτού στην επακολουθούσα πειθαρχική διαδικασία εμποδίζεται, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις και αρχές, και όταν το όργανο αυτό τελεί υπό διαφορετική σύνθεση μελών κατά το χρόνο που ενεργεί ως πειθαρχικό πλέον όργανο, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, τα πρόσωπα των μελών του διοικητικού οργάνου είναι αδιάφορα για τη διάγνωση υπάρξεως ή μη πειθαρχικού παραπτώματος διαπραχθέντος εις βάρος διοικητικής αρχής.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved