Νομολογία - ποινικά

(ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2005 - ÔÅÕ×ÏÓ 32) Αριθμός απόφασης: 1487/2004 Τμήμα: ΣΤ΄ (Ποιν.) ΑΠ Εισηγητής: Ν. Συρόπουλος
Αιτιολογία αθωωτικού βουλεύματος Ανικανότητα καταλογισμού λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών
Άρθρα 93 παρ. 3 Συντ., 139 ΚΠΔ, 484 παρ. 1 στοιχ. ε΄ ΚΠΔ, 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ, 34, 36 και 69 ΠΚ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ειδικά προκειμένου για απαλλακτικό βούλευμα, ενόψει του «τεκμηρίου αθωότητας» που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974), έλλειψη της κατά το Σύνταγμα απαιτούμενης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1,στοιχ. ε΄ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου σ' αυτό πραγματικά περιστατικά (εκτός εάν δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε εξετάστηκε μάρτυρας), είτε όταν δεν αιτιολογεί το Δικαστικό Συμβούλιο με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείστηκε για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς στήριξη της κατηγορίας, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρεται ότι αξιολόγησε. Σαφώς όμως δεν απαιτείται για την αιτιολογία του απαλλακτικού βουλεύματος να εκθέτει το Δικαστικό Συμβούλιο περιστατικά από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, διότι (πέραν του ως άνω «τεκμηρίου αθωότητας») αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, υπό τον όρο «νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών», κατ' άρθρο 34 ΠΚ, νοούνται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοβλάβειας ή αλιγοφρένειας (ψυχώσεις, ψυχοπάθειες, νευρώσεις), ενώ στην έννοια της «διατάραξης της συνείδησης» συγκαταλέγονται όλες οι ψυχικές διαταραχές που δεν πηγάζουν από παθολογικά αίτια του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε καταρχήν ψυχικώς υγιή άτομα και είναι εξορισμού παροδικές. Νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών προκαλούν, πλην άλλων, οι ψυχώσεις, των οποίων η σωματική αιτία δεν είναι ειδικώς εντοπισμένη, όπως είναι ιδίως η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση και η σχιζοφρένεια. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 36 ΠΚ, παρ. 1, για τον ελαττωμένο καταλογισμό, δεν καθιερώνει μια τρίτη αυτόνομη κατηγορία ανάμεσα στην ικανότητα και την ανικανότητα για καταλογισμό, αλλά αποτελεί μια ιδιαίτερη, ειδική μορφή της ικανότητας για καταλογισμό, μέσω της οποίας λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι και στον ικανό για καταλογισμό δράστη μπορεί να είναι ευκολότερο ή δυσκολότερο να επιτύχει την αναμενόμενη και απαιτούμενη από το δίκαιο αντίληψη του αδίκου, καθώς και την αντίστοιχη ποδηγέτηση-ηνιόχηση της συμπεριφοράς του. Στην ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό ο δράστης είναι ικανός για καταλογισμό αφού μπορεί να διακρίνει το άδικο και να ελέγξει τη συμπεριφορά του, καταβάλλοντας όμως γι' αυτό σημαντικά μεγαλύτερη προσπάθεια πνεύματος και βούλησης από ό,τι ο πλήρως ικανός για καταλογισμό. Η σημασία του άρθρου 36 ΠΚ έγκειται ότι, σε περίπτωση αμφιβολιών, σχετικά με την ικανότητα για καταλογισμο του συγκεκριμένου προσώπου και ενόψει της αδυναμίας για διαλεύκανση αυτών των αμφιβολιών το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο θα πρέπει να δεχθεί την ανικανότητα για καταλογισμό του δράστη, εφαρμόζοντας τη θεμελιώδη δικονομική αρχή «in dubio proteο» και να απαλλάξει το δράστη ή να αποφανθεί να μη γίνει κατ' αυτού κατηγορία, αντίστοιχα, χωρίς να αποκλείεται η εφαρμογή του μέτρου κατ' άρ. 69 ΠΚ, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, και από το Δικαστικό Συμβούλιο.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved