Νομολογία - ποινικά

(ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2005 - ÔÅÕ×ÏÓ 33) Αριθμός απόφασης: 1612/2005 Τμήμα: Τμήμα ΣΤ΄ (Ποιν.) ΑΠ Εισηγητής: Φ. Καϋμένακης
Αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως πότε είναι ανεπαρκής.
Άρθρα 93 παρ. 3 Συντ., 139 και 510 παρ. 1 ΚΠΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, υπάρχει όταν στην καταδικαστική απόφαση δεν περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες τα περιστατικά αυτά υπήχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, με την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό της απόφασης, στο οποίο, ως λογικό συμπέρασμα, καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο όλο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που περιγράφονται στο διατακτικό της απόφασης.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε ως Εφετείο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες για από κοινού αυτοδικία και διατάραξη οικιακής ειρήνης και τους επέβαλε τις αναφερόμενες στην απόφαση ποινές, με την αιτιολογία ότι από τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατ’ είδος μνημονεύει, «προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι έχουν τελέσει τις πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι διότι αποδείχθηκαν τα κατά τόπο και χρόνο πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσης». Η αιτιολογία όμως αυτή, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην αρχή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αλλά τελείως τυπική, αφού δεν αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι οι κατηγορούμενοι ούτε εκτίθενται οι νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις διατάξεις που εφαρμόστηκαν οι ελλείψεις δε αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο παραπέμπει εξολοκλήρου το σκεπτικό. Επομένως, κατά παραδοχή του συναφούς λόγου των χωριστών αιτήσεων αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 519 ΚΠΔ).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved