Νομολογία - ποινικά

(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2008 - ÔÅÕ×ÏÓ 52) Αριθμός απόφασης: 1125/2008 Τμήμα: Τμήμα ΣΤ' (ποιν.) ΑΠ Πρόεδρος: - Εισηγητής: Μ. Δέτσης
Προηγούμενη ακρόαση εισαγγελέα και κατηγορούμενου. Απόλυτη ακυρότητα σε περίπτωση παράλειψής της. Διορισμός διερμηνέα εκτός οικείου πίνακα. Ανάγκη αιτιολογίας. Επέκταση αναιρετικού αποτελέσματος.
Άρθρα: 138 παρ. 2 και 3, 171 παρ. 1, εδ. β' και δ' ΚΠΔ, 510 παρ. 1, στοιχ. Α' ΚΠΔ, 233 παρ. 1 και 2, 139, 510 παρ. 1, στοιχ. Δ' ΚΠΔ, 469 ΚΠΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
ΣΚΕΠΤΙΚΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 138 παρ. 2, 3 και αυτές του άρθρου 171 παρ. 1, εδ. β' και δ' ΚΠΔ, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται να εκδίδεται η απόφαση ή οποιαδήποτε διάταξη του δικαστή κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, αν προηγουμένως δεν προτείνει ο εισαγγελέας, ακουσθούν δε και οι παρόντες διάδικοι. Η παράλειψη της προηγούμενης ακροάσεως είτε του εισαγγελέα, είτε ειδικά του κατη-γορούμενου, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το ανωτέρω άρθρο 171 παρ. 1, εδ. β' και δ' ΚΠΔ, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 233 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, όπως η δεύτερη παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 10 Ν. 2408/1996, όταν πρόκειται να εξετασθεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται κάθε χρόνο, όπως αναλυτικά προβλέπει η προαναφερόμενη διάταξη. «Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι δυνατόν να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό πίνακα, μπορεί να διοριστεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ' αυτόν». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 139 ΚΠΔ, προστέθηκε επίσης με τον ανωτέρω νόμο και ορίζει ότι «αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε», προκύπτει ότι και η διάταξη του διευθύνοντος τη συζήτηση, με την οποία διορίζεται ως διερμηνέας πρόσωπο, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στον οικείο πίνακα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν περιέχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία οι κατηγορούμενοι, ήδη αναι-ρεσείοντες, καταδικάστηκαν για: α) αγορά από κοινού και κατ' εξακολούθηση ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, β) κατοχή από κοινού και κατ' εξακολούθηση της ίδιας ναρκωτικής ουσίας και γ) πώλησης από κοινού και κατ' εξακολούθηση της αυτής ναρκωτικής ουσίας, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι τις ανωτέρω πράξεις τέλεσαν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ ο καθένας και διατάχθηκε η ισόβια απέλασή τους, μετά την οριστική έκτιση της ποινής τους ή την απόλυσή τους από τη φυλακή, προκύπτει ότι, κατά την έναρξη της συζητήσεως και μετά την εκφώνηση των ονομάτων των κατηγο-ρούμενων «Ο πρόεδρος, επειδή αντι-λήφθηκε ότι οι κατηγορούμενοι δεν ομιλούν την ελληνική γλώσσα, αλλά την αγγλική, διόρισε ως διερμηνέα τον ευρισκόμενο στο ακροατήριο Κ.Γ., διότι δεν είναι εφικτός ο διορισμός διερμηνέως από τον κατάλογο διερμηνέων της οικείας Πρεσβείας». Η διάταξη όμως αυτή του προέδρου για το διορισμό διερμηνέα εκτός του οικείου πίνακα εκδόθηκε, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω πρακτικά της δίκης, χωρίς να προτείνει σχετικώς ο εισαγγελέας της έδρας και δίχως να πάρουν το λόγο, εκθέτοντες τις απόψεις τους οι κατηγορούμενοι, με αποτέλεσμα να προκληθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Εξάλλου και η αιτιολογία της διαδικασίας που περιέχεται στην προαναφερόμενη διάταξη του Προέδρου, δεν είναι ειδική και εμπερι-στατωμένη, αφού δεν διαλαμβάνεται σ' αυτήν ο λόγος που δικαιολογούσε το ανέφικτο του διορισμού του διερμηνέως από τον οικείο πίνακα, ήτοι δεν προσδιορίζεται για ποια αιτία υπήρξε αδυναμία να διοριστεί άλλος διερμηνέας από τους περι-λαμβανόμενους στον οικείο πίνακα, ούτε επί πλέον αναφέρεται κάποια επείγουσα περίπτωση που επέβαλε την πρόοδο της διαδικασίας με διερμηνέα εκτός του ανωτέρω πίνακα, ενώ, τέλος, ακατανόητη τυγχάνει και η αναφορά «σε κατάλογο της οικείας Πρεσβείας», ενόψει του ότι, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 233 ΚΠΔ, ο οικείος κατάλογος καταρτίζεται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και ουδεμία σχετική αρμοδιότητα έχουν οι Πρεσβείες.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α' και Δ' ΚΠΔ προβαλλόμενοι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για α) απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και β) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπερι-στατωμένης αιτιολογίας, αντιστοίχως, είναι βάσιμοι και, ως τέτοιοι, πρέπει να γίνουν δεκτοί και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από τους άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ). Το αναιρετικό αυτό αποτέλεσμα πρέπει να επεκταθεί, σύμφωνα με το άρθρο 469 ΚΠΔ, και ως προς την αναιρεσείουσα G.K., η οποία καταδικάστηκε για τις ίδιες εγκληματικές πράξεις με τον ως άνω αναιρεσείοντα F.N., τις οποίες τέλεσαν από κοινού, διότι οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως δεν αναφέρονται αποκλειστικώς στο πρόσωπο του εν λόγω αναιρεσείοντος, χωρίς προηγουμένως να ερευνηθεί το βάσιμο των λόγων αναιρέσεως της αιτήσεώς της, λόγω της αναιρέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο σύνολό της.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved