Νομολογία - πολιτικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2009 - ÔÅÕ×ÏÓ 54) Αριθμός απόφασης: 6/2009 Τμήμα: Άρειος Πάγος: Σε Πλήρη Ολομέλεια Πρόεδρος: Β. Νικόπουλος Εισηγητής: Ι. Σ. Τέντες
Προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στα ατομικά δικαιώματα. Αρχή της αναλογικότητας ως κανόνας δικαίου. Προς ποιον απευθύνεται. Πότε μπορεί να γίνει επίκληση της αναλογικότητας στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος) στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρα 914 επ. ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 932 ΑΚ. Μειοψηφία τεσσάρων μελών του δικαστηρίου, που έχουν αντίθετη γνώμη.
Άρθρα: 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, 914 και 932 ΑΚ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα «πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια. πρέπει δηλαδή να είναι α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολ. ΑΠ 43/2005). Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ' αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρα 914 επ. ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ' εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισμό αυτής, αποτελέσματα.
Τέσσερα όμως μέλη του Δικαστηρίου, οι Αρεοπαγίτες Ρένα Ασημακοπούλου, Ειρήνη Αθανασίου, Χαράλαμπος Παπαηλιού και Αθανάσιος Κουτρουμάνος, έχουν τη γνώμη ότι: Με βάση το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνεται επιταγή όχι μόνον προς το νομοθέτη, αλλά και προς τον δικαστή (ΟλΑΠ 43, 44 και 45/2005), στο μέτρο που έχει ανατεθεί στον τελευταίο διακριτική εξουσία να προβαίνει σε σταθμίσεις και κρίσεις, χωρίς να δεσμεύεται από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος δεν έχει την εξουσία να θέσει εκποδών μια αυξημένης τυπικής ισχύος συνταγματική επιταγή, που έχει τη θέση της πλέον, κατά τη ρητή διατύπωση του αναθεωρημένου κειμένου του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. γ΄ και «στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει». Έτσι δεν βρίσκει έρεισμα στο Σύνταγμα η εκδοχή ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ως προς την εξουσία, αλλά και την υποχρέωση των δικαστηρίων να σέβονται την αρχή αυτή, ανάλογα με το αν οι περιορισμοί των δικαιωμάτων τίθενται απευθείας από το Σύνταγμα ή από το νόμο κατά πρόβλεψη του Συντάγματος. Ειδικότερα, τα δικαστήρια πρέπει να εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που συνεπάγονται περιορισμούς των δικαιωμάτων, ιδιαίτερα δε κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει σχετική διάταξη του Συντάγματος ή του νόμου. Το αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτής δεν επιτρέπεται να συνιστά μέτρο που θίγει προστατευόμενο από το Σύνταγμα δικαίωμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε η σχετική προσβολή να αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, διότι τότε υπάρχει παραβίαση από το δικαστήριο του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Σε σχέση δε με δικαιώματα του ανθρώπου που κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ, οπότε ως κριτήριο για τη συμβατότητα των περιορισμών τους προς τη διεθνή αυτή σύμβαση λαμβάνεται και η αναγκαιότητα του μέτρου που συνιστά τον περιορισμό για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτόν νόμιμου σκοπού, έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ ότι με την τήρηση της συνυφασμένης προς την αναγκαιότητα αρχής της αναλογικότητας είναι επιφορτισμένοι όχι μόνον οι νομοθέτες των επί μέρους κρατών, αλλά και τα δικαστήριά τους, όπως και όλα τα λοιπά κρατικά όργανά τους.
Συνεπώς και τα ελληνικά δικαστήρια, στις περιπτώσεις περιορισμών που κατοχυρώνονται από την ΕΣΔΑ, είναι υποχρεωμένα όχι μόνο να ελέγξουν αν οι περιορισμοί που επιβάλλει ο νομοθέτης είναι συμβατοί με αυτήν, αλλά και να εφαρμόσουν τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, κατά τρόπο ώστε το μέτρο που λαμβάνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι μόνο να προβλέπεται από το νόμο, αλλά και να είναι αναγκαίο, κατ' εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Η έννοια της αναγκαιότητας και συνεπώς της αναλογικότητας είναι αυστηρότερη και από την έννοια «του ευλόγου», που σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιεί ο νόμος, αφήνοντας την εξειδίκευσή της στη συγκεκριμένη περίπτωση στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας περιορίζεται το Δικαστήριο από την αρχή της αναλογικότητας, και εφόσον δεν τηρήσει την αρχή αυτή, παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την οικεία διάταξη του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ, που προστατεύει το σχετικό δικαίωμα, καθώς και εκείνη που επιτρέπει τον περιορισμό του.

Σημ. Για την αρχή της αναλογικότητας βλ. άρθρο του Γ. Ν. Βασιλακάκι (τεύχος 50 του περιοδικού).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved