Νομολογία - ποινικά

(ΜΑΡΤΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2015 - ÔÅÕ×ÏÓ 84) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1360/2014  Τμήμα: Τμήμα Ε’ Πρόεδρος: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Βιολέττα Κυτέα
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. Εξυγιαντική διαδικασία άρ. 44 Ν. 1892/1990. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση, επειδή εσφαλμένως απέρριψε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αφενός ως απαράδεκτο τον αυτοτελή ισχυρισμό της κατηγορουμένης, επειδή δεν είχε προβληθεί με ειδικό λόγο έφεσης, αφετέρου με επάλληλη αιτιολογία ως ουσία αβάσιμο ως προς τη μείωση του ύψους των οφειλόμενων χρεών προς το Δημόσιο κατά ποσοστό 85% μικρότερο του κατηγορητηρίου εξαιτίας υπαγωγής της ανώνυμης εταιρίας, που εκπροσωπούσε η κατηγορουμένη, στο άρ. 44 Ν. 1892/1990, που είχε νομότυπα επικυρωθεί με δικαστική απόφαση.
Νομικές διατάξεις: Άρθρα 25 παρ. 1 Ν. 1882/1990, 44 παρ. 1 Ν. 1892/1990, 502 παρ. 2 και 510 παρ. 1 περ. Ε΄, Η΄ ΚΠΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Απόσπασμα - (Επιμέλεια: Σωτήρης Μπαλτάς)

Κατ’ άρ. 25 παρ. 1 Ν. 1882/1990, όπως αντικατεστάθη δι’ άρ. 23 Ν. 2523/1997, 19 παρ. 2 Ν. 2948/2001 και 34 παρ. 1 Ν. 3220/2004, «Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του τελωνείου προς τον εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης», προβλεπομένη στα στοιχ. α΄, β΄ και γ΄ αυτού.

Εξάλλου, κατ’ άρ. 44 παρ. 1 Ν. 1892/1990, «Για τον εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη...., Συμφωνίες μεταξύ των πιστωτών και επιχείρησης περιλαμβανομένης σε μία από τις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ ή δ΄ της παρ. 1 του άρ. 5 Ν. 1386/1983, που ρυθμίζουν ή περιορίζουν χρέη αυτής, δεσμεύουν και τους μη συμβεβλημένους πιστωτές, το δημόσιο, τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης κύριας ή επικουρικής, τις τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα, δανειστές της επιχείρησης», εφόσον συντρέχουν οι υπό στοιχεία α΄, β΄ και γ΄ προϋποθέσεις, κατά την τελευταία των οποίων, «επικυρωθούν» οι συμφωνίες δηλαδή, «από το Εφετείο της έδρας της επιχείρησης με απόφαση εκδιδόμενη κατά τη διαδικασία των άρ. 739επ. ΚΠολΔ, ύστερα από αίτηση της επιχείρησης ή ενός τουλάχιστον από τους συμβεβλημένους πιστωτές ή του Δημοσίου κ.τ.λ.».

Από τις διατάξεις αυτές και την προφανή νομοθετική σκοπιμότητά τους προκύπτει ότι, εάν η υπερχρεωμένη επιχείρηση συμφωνήσει με πιστωτές της τον περιορισμό των χρεών της κατά τους όρους και υπό τις προϋποθέσεις του Νόμου, επικυρωθεί δε η σχετική συμφωνία από το αρμόδιο δικαστήριο (Εφετείο), αφενός μεν η συμφωνία αυτή δεσμεύει και τους τυχόν αντιταχθέντες σ’ αυτή και τους μη μετασχόντες στη σύμβαση και στη δίκη πιστωτές αφετέρου δε οι αντίστοιχες απαιτήσεις των πιστωτών αποσβέννονται οριστικώς και ex lege κατά το πέραν του περιορισμού μέρους αυτών. Αναβίωση δε των απαιτήσεων, κατά το αποσβεσθέν μέρος αυτών δεν επέρχεται, παρά μόνον αν στη συμφωνία για τον περιορισμό τους έχει διαληφθεί διαλυτική αίρεση, η οποία πληρούται στη συνέχεια, ή αν με νόμιμο τρόπο ακυρωθεί η συμφωνία ή εξαφανισθεί η επικυρωτική αυτής δικαστική απόφαση.

Περαιτέρω, από το άρ. 502 παρ. 2 ΚΠΔ, που ορίζει ότι «Σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι», συνάγεται σαφώς ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως προσδιορίζεται από την έκταση αυτής και τους λόγους της εφέσεως και μπορεί να είναι καθολικό, όταν προσβάλλεται ολόκληρη η απόφαση ή μερικό, όταν προσβάλλονται ορισμένα μόνο από τα κεφάλαιά της. Πότε είναι καθολικό ή μερικό κρίνεται εκ του περιεχομένου της εκθέσεως της εφέσεως. Ούτως, εάν ο εκκαλών κατηγορούμενος παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την κατηγορία, η έφεση είναι καθολική και μεταβιβάζει ολόκληρη την υπόθεση στο εφετείο, το οποίο έχει εξουσία να εξετάσει την υπόθεση στο σύνολό της, δηλαδή καθ’ όλες τις πλευρές της (ακόμη και σε σημεία που δεν εξητάσθησαν πρωτοδίκως) και να πράξει ό,τι θα έπραττε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπό την απαραίτητο προϋπόθεση να μη καταστήσει χείρονα τη θέση του κατηγορουμένου. Επομένως, στην περίπτωση που ο λόγος εφέσεως είναι η κακή εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά, μετά την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, εκ νέου την υπόθεση, ο κατηγορούμενος δύναται να προβάλει το πρώτον ισχυρισμούς και αυτοτελείς τοιούτους, το δε δικαστήριο υποχρεούται να ερευνήσει τη βασιμότητά των, εφόσον είναι σαφείς και ορισμένοι. […]

[…] Η αναιρεσείουσα κατεδικάσθη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο ως διευθύνουσα εντε[τα]λμένη σύμβουλος της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμίαν "INTERFASHION A.E." κατ’ άρ. 25 παρ. 2 (και όχι και παρ. 3 εδ. α΄) Ν. 1882/1990 ως ισχύει, διά της υπ’ αριθμ. 98078/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών εις φυλάκιση τριών (3) ετών εφ’ όσον το συνολικό ποσόν της οφειλής υπερέβαινε το ποσό των 120.000 € (άρ. 34 παρ. 1 στ. γ΄, Ν. 3220/2004), ανερχόμενο σε 1.859.360.45€, απερρίφθη δε ο εκ του άρ. 44 Ν. 1892/1990 αυτοτελής ισχυρισμός της περί μειώσεως του οφειλομένου ποσού έναντι του Δημοσίου στο 15%, λόγω υπαγωγής της άνω εταιρίας, την οποίαν εξεπροσώπει στο ως άνω άρθρο, διά της υπ’ αριθμ. 3269/2002 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα ήσκησε την από 5.10.2010 έφεσή της, με την οποία παρεπονείτο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξετίμησεν ορθώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και την κήρυξε ένοχο πράξεως που δεν διέπραξε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο εδίκασε κατ’ έφεση, διά της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 65656/2011 αποφάσεώς του, εδέχθη την έφεση και δικάσαν εκ νέου την υπόθεση εκήρυξε την αναιρεσείουσα ένοχο της ως άνω πράξεως και της επέβαλε την αυτή ποινή φυλακίσεως των τριών (3) ετών, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως.

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της (προσβαλλομένης) αποφάσεως, ο συνήγορος της κατηγορουμένης, την οποίαν εξεπροσώπησε στο ακροατήριο, διετύπωσεν εγγράφως και ανέπτυξε προφορικώς τον αυτοτελή ως άνω ισχυρισμόν, περί μειώσεως του ποσού της οφειλής εις το 15% λόγω υπαγωγής της εταιρίας "INTERFASHION Α.Ε." στο Ν. 1892/1990. Τον ισχυρισμόν αυτόν το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τον απέρριψεν ως απαράδεκτο, προβαλλόμενο το πρώτον ενώπιόν του, με την αιτιολογία ότι δεν είχε προταθεί με αυτοτελή λόγον εφέσεως, και με επάλληλη αιτιολογία «ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο, διότι η υπαγωγή της στο άρ. 44 Ν. 1892/1990 και η μη απόκτηση τελεσιδίκου τίτλου εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, για την απαίτησή του, με προσδιορισμό του ύψους του κεφαλαίου προκειμένου να επιδιώξει την είσπραξή της, με βάση τους όρους του ανωτέρω συμβιβασμού, αφορά την διαδικασία είσπραξης και την νομιμότητα των οικείων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και ουδόλως αίρει ή περιορίζει το άδικο, ούτε αποκλείει τον καταλογισμό σε ενοχή της κατηγορουμένης, της αποδιδομένης με το κατηγορητήριο πράξης».

Ούτως όμως το Δικαστήριο της ουσίας υπερέβη την εξουσία του και εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο, ως προς αμφότερες τις απορριπτικές του αιτιολογίες. Ειδικότερον, με το να μην ερευνήσει κατ’ ουσίαν τον ως άνω ισχυρισμόν της αναιρεσειούσης που είχε παραδεκτώς υποβληθεί ενώπιόν του, εφ’ όσον κατά τα προεκτεθέντα η έφεσή του ήτο καθολική, με το παράπονο της καθολικής εκτιμήσεως των αποδείξεων, υπερέβη την εξουσία του και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ ΚΠΔ, ενώ [εξ]άλλου με το να μη δεχθεί δεσμευτικότητα της επικυρωθείσης με την απόφαση του Εφετείου συμφωνίας της εταιρίας "INTERFASHION Α.Ε." και έναντι του Δημοσίου στο μέτρο που ορίζει η συμφωνία αυτή χωρίς παράλληλα να δέχεται ότι συνέτρεχε λόγος ακυρώσεως της συμφωνίας ή ότι εξαφανίσθηκε η επικυρωτική αυτής δικαστική απόφαση, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε την προαναφερθείσα διάταξη.

Συνεπώς, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως εκ του άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε΄ και Η΄ ΚΠΔ, είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη 65656/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved