ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Κατά το άρ. 340 παρ. 1 ΚΠΔ, ορίζεται ότι «ο κατηγορούμενος οφείλει να εµφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, μπορεί να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα από το νόμο να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Σύμφωνα µε το άρ. 6 παρ. 3 στοιχ. γ΄ ΕΣΔΑ, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα «όπως αναθέσει την υπεράσπισή του σε συνήγορο της εκλογής του», και σύµφωνα µε το άρ. 14 παρ. 3 στοιχ. δ΄ ΔΣΑΠΔ «ο κατηγορούµενος έχει δικαίωµα να υπερασπισθεί τον εαυτό του µε τη βοήθεια συνηγόρου της απόλυτης και ελεύθερης επιλογής του». Οι διεθνείς αυτές συµβάσεις, κυρωθείσες µε νόµο, αποτελούν αναπόσπαστο τµήµα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και κατά το άρ. 28 παρ. 1 εδ. α΄ Σ υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόµου. Ο κατηγορούµενος δικαιούται, κατά το άρ. 96 παρ. 1 ΚΠΔ, να διορίζει στο ακροατήριο µέχρι τρεις δικηγόρους ως συνηγόρους αυτού, για να τον αντιπροσωπεύουν ή να συμπαρίστανται στην ποινική διαδικασία, ανεξάρτητα από τη φύση, το είδος και τη σοβαρότητα της ποινικής υπόθεσης, ήτοι µπορεί να διορίσει αν το επιθυµεί έναν έως και τρεις συνηγόρους ακόµα και στο Μονοµελές Πληµµελειοδικείο. Δικαιούται, όµως, να παραστεί και µόνος χωρίς συνήγορο, εκτός αν κατηγορείται για κακουργηµατική πράξη, οπότε διορίζεται συνήγορός του υποχρεωτικά από το δικαστήριο. Σηµαντική πρακτική συνέπεια του ως άνω δικαιώµατος επιλογής συνηγόρου είναι, ότι δικαιούται να ζητήσει: α) να κρατηθεί ή διακοπεί η υπόθεσή του, όταν συντρέχει προσωρινό κώλυµα του δικηγόρου του να εµφανισθεί και β) να αναβληθεί η υπόθεσή του για σηµαντικά αίτια, που συνιστά και η απουσία του συνηγόρου του, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση του αριθµητικού περιορισµού των αναβολών της δίκης, κατά το άρ. 349 ΚΠΔ. Περαιτέρω, στην περίπτωση μόνον αυτεπάγγελτου διορισμού από το δικαστήριο, επί κακουργημάτων και όχι επί πλημμελημάτων, µπορεί να διορισθεί ένας συνήγορος κοινός για περισσότερους κατηγορουµένους, εάν κατά την κρίση του διευθύνοντος πρόκειται για την ίδια ή συναφή κατηγορία και δεν έχουν οι συγκατηγορούμενοι αντικρουόµενα συµφέροντα, ιδία αν αποδέχονται τούτο οι συγκατηγορούμενοι αυτοί. Εάν το δικαστήριο απαιτήσει επίκληση ή και απόδειξη κάποιου λόγου ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύµατος αυτοπρόσωπης εµφάνισης, ή για οποιοδήποτε λόγο απορρίψει το αίτηµα του κατηγορουµένου να τον εκπροσωπήσει συγκεκριµένος δικηγόρος, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι στο ακροατήριο εμφανίστηκαν οι δύο εκκαλούντες κατηγορούμενοι, A.M. και Α.Β., οι οποίοι δήλωσαν ότι διορίζουν ως συνηγόρους υπερασπίσεώς τους, τους παρόντες στο ακροατήριο δικηγόρους Θεσσαλονίκης Γ. Γαβριηλίδη και Θ. Τσιντεμίδη αντιστοίχως, οι οποίοι και αποδέχθηκαν τον διορισμό τους, ενώ επιπλέον ο γ΄ κατηγορούμενος Α.Β., δικηγόρος, δήλωσε ότι «προτίθεται να παρασταθεί ως εκπρόσωπος και συνήγορος υπεράσπισης του απόντος δευτέρου συγκατηγορουμένου του, Η.Φ., σύμφωνα με έγγραφη εξουσιοδότηση του τελευταίου, την οποία προσκόμισε και ο Πρόεδρος ανέγνωσε, δημόσια στο ακροατήριο. Το Δικαστήριο, ομόφωνα, απέρριψε το αίτημα εκπροσωπήσεως του απόντος κατηγορουμένου, Η.Φ., δια του διορισθέντος με εξουσιοδότηση δικηγόρου τρίτου συγκατηγορουμένου του, Α.Β., με αιτιολογία ότι «το δικαστήριο δεν δέχεται την εκπροσώπηση του απολιπομένου κατηγορουμένου από τον συγκατηγορούμενό του δικηγόρο Α.Β., διότι δεν είναι επιτρεπτό, στο ίδιο πρόσωπο να συνυπάρχει η ιδιότητα τόσο του κατηγορουμένου, όσο και του συνηγόρου υπεράσπισης κάποιου εκ των συγκατηγορουμένων» και στη συνέχεια το δικαστήριο διέταξε την εκδίκαση κατά του απόντος δευτέρου κατηγορουμένου υπόθεση, θεωρώντας αυτόν παρόντα, λόγω μετ’ αναβολή δικασίμου, κατόπιν αιτήματος ως αγγέλου της συζύγου του και νόμιμης κλητεύσεώς του για τη δικάσιμο αυτή και έτσι εκδόθηκε εναντίον του εν λόγω κατηγορουμένου Η.Φ. η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση, θεωρουμένου τούτου ωσάν να ήταν παρών, χωρίς την παρουσία και εκπροσώπησή του από πληρεξούσιο συνήγορο, που διόρισε νομότυπα κατά τα παραπάνω.
Ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης εισήχθη η υπόθεση, κατόπιν εφέσεων των τριών καταδικασθέντων συγκατηγορουμένων, καταδικασθέντες, οι α΄ και β΄ ως φυσικοί αυτουργοί ψευδορκίας μάρτυρος σε ποινική δίκη, με ηθική αυτουργία του γ΄ εκκαλούντος κατηγορουμένου, που είχε και δικηγορική ιδιότητα. Ο εν λόγω γ΄ κατηγορούμενος δικηγόρος Α.Β., σύμφωνα με την πρωτοβάθμια καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, φερόμενος και καταδικασθείς ως ηθικός αυτουργός των λοιπών δύο, παρεκτός του ότι είχε έννομο συμφέρον να αθωωθεί και ο απολιπόμενος φυσικός αυτουργός και σε καμία περίπτωση δεν είχε αντίθετα ή αντικρουόμενα συμφέροντα από την έκβαση της δίκης όσον αφορά τον απολιπόμενο συγκατηγορούμενο, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο απολιπόμενος κατηγορούμενος Η.Φ. είχε σε κάθε περίπτωση δικαίωµα, από το νόµο (άρ. 340 παρ. 1 ΚΠΔ), από το άρ. 6 παρ. 3 στοιχ. γ΄ ΕΣΔΑ και από το άρ. 14 παρ. 3 στοιχ. δ΄ ΔΣΑΠΔ, που έχουν υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρ. 28 παρ. 1 Σ, να απουσιάζει από την ποινική αυτή δίκη και να διορίσει όπως και διόρισε νομότυπα με εξουσιοδότηση, που παραδόθηκε στο δικαστήριο, ως συνήγορο για την υπεράσπισή του οποιοδήποτε δικηγόρο επιθυμούσε, όπως τον γ΄ συγκατηγορούμενό του Α. Β., συνήγορο της απόλυτης και ελεύθερης επιλογής του. Επομένως, με το να μην επιτραπεί από το δικαστήριο, η παράσταση του εν λόγου νόμιμα εξουσιοδοτημένου δικηγόρου, για λογαριασμό του απολιπομένου β΄ κατηγορουμένου, Η.Φ., που ζήτησε και αποδεχόταν το διορισμό του, παραβιάστηκε το ανωτέρω προστατευόμενο, συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμά του για εκπροσώπησή του και ακρόασή του στην ποινική δίκη, από το δικηγόρο της επιλογής του και επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ως προς αυτόν, που στη συνέχεια δικάστηκε, ωσάν να ήταν παρών, και καθ’ υπέρβαση εξουσίας προχώρησε το Δικαστήριο τη δίκη και τον καταδίκασε για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, χωρίς υπερασπιστή δικηγόρο και είναι βάσιμος ο από το άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ και Η΄ ΚΠΔ προβαλλόμενος συναφής λόγος αναιρέσεως.
[…] Από τα άρ. 20 παρ. 1 Σ, 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 2 παρ. 1 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της (ν. 1705/1987) συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος, που άσκησε έφεση κατά πρωτοδίκου αποφάσεως δικαιούται να μη αποστερηθεί της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου του δευτέρου βαθμού, η δε απόφαση αυτού δεν μπορεί να υποκαθίσταται και να στηρίζεται σε αιτιολογικό ανύπαρκτο ή ελλιπές με καθολική αναφορά στο διατακτικό της ή με αναφορά στο αιτιολογικό της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, διότι τότε πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, […] εκτός αν στο αιτιολογικό αυτό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου εμπεριέχεται πλήρης ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και αυτή και μόνον η δευτεροβάθμια κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως κρίνεται από τον Άρειο Πάγο.