Ελευθερία του διατιθέναι vs ελευθερία των συμβάσεων: Η ανάγκη αναθεώρησης της απαγόρευσης των κληρονομικών συμβάσεων*

Ελένη Ζερβογιάννη
Επίκ. Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ


1. Η αύξηση του μέσου όρου ζωής, των διαζυγίων και των γεννημένων εκτός γάμου τέκνων, καθώς και η συσσώρευση πλούτου που επήλθε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο συνιστούν μερικούς μόνο από τους παράγοντες που επιτείνουν την ανάγκη σχεδιασμού της μετά θάνατον τύχης της περιουσίας του προσώπου. Ο εν λόγω σχεδιασμός είναι κρίσιμος για να διασφαλιστεί η ακώλυτη συνέχεια της οικονομικής δραστηριότητας, να επιτευχθούν στόχοι οικογενειακού προγραμματισμού, αλλά και να καταστεί δυνατή, εν γένει, η πληρέστερη αξιοποίηση της περιουσίας του προσώπου. Προκειμένου να τεθεί ο κατά τα ανωτέρω σχεδιασμός σε σταθερή βάση, κρίσιμο είναι το στοιχείο της δέσμευσης. Έτσι, μόνη η διαθήκη παρουσιάζεται ως ανεπαρκής για την επίτευξη του στόχου, τουλάχιστον στο μέτρο που διαμορφώνεται ως ελεύθερα ανακλητή δικαιοπραξία. Στη βάση αυτή παρουσιάζεται διεθνώς στροφή στη χρήση συμβάσεων για τον σκοπό αυτό.


2. Ιστορικά, η ρύθμιση των συμβάσεων που αναφέρονται στην κληρονομική διαδοχή του προσώπου γνώρισε πλείστες διακυμάνσεις, ανάλογα με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Την απαγόρευση των κληρονομικών συμβάσεων, που επήλθε σταδιακά στο ρωμαϊκό δίκαιο, ακολούθησε η εξάπλωσή τους στα γερμανικά φύλα. Το εθιμικό αυτό δίκαιο, παρά κάποιες παλινδρομήσεις, δεν έπαψε να ισχύει στην κεντρική Ευρώπη και αποτυπώνεται πλέον στη σύγχρονη ρύθμιση του γερμανικού και του ελβετικού Αστικού Κώδικα1. Στη Γαλλία, αντίθετα, οι εξελίξεις σφραγίστηκαν από τη γαλλική επανάσταση. Στο πλαίσιο της ανατροπής του προεπαναστατικού καθεστώτος, με νόμο ήδη του 1791, οι κληρονομικές συμβάσεις, που χρησίμευαν στη διατήρηση των προνομίων των ευγενών, απαγορεύτηκαν στο σύνολό τους. Η απαγόρευση υιοθετήθηκε στη συνέχεια στον Ναπολεόντειο Αστικό Κώδικα και εξαπλώθηκε στις χώρες της Νότιας Ευρώπης.


3. Ο Έλληνας νομοθέτης, ακολουθώντας την παράδοση του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προέκρινε την απαγόρευση των εν λόγω συμβάσεων, η οποία διατυπώνεται κυρίως στην ΑΚ 368. Για λόγους απλότητας, μάλιστα, η ρύθμιση του Αστικού Κώδικα διαμορφώθηκε εν τέλει ως αυστηρότερη και από το προϊσχύσαν δίκαιο. Έκτοτε η απαγόρευση των κληρονομικών συμβάσεων αντιμετωπίζεται σε μεγάλο βαθμό ως δεδομένη, ενώ η επιστημονική συζήτηση γύρω από το ζήτημα αυτό, με ελάχιστες εξαιρέσεις2, δεν έχει ανανεωθεί. Η συνεχής συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής της απαγόρευσης σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που είχαν επίσης εκκινήσει από την απαγόρευση των κληρονομικών συμβάσεων, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, δεν φαίνεται να έχει αντίκτυπο στη χώρα μας.


4. Ως δικαιολογητικοί λόγοι της απαγόρευσης αναφέρονται, συχνά χωρίς διάκριση ανάλογα με την ειδικότερη μορφή κληρονομικής σύμβασης, οι ανήθικες εξαρτήσεις μεταξύ των συμβαλλομένων, η επικινδυνότητα συναλλαγών με αντικείμενο μελλοντικά δικαιώματα και εν γένει η ανάγκη προστασίας των συμβαλλομένων. Ειδικότερα δε, όταν πρόκειται για συμβάσεις με αντικείμενο την εγκατάσταση κληρονόμου εξαίρεται η σημασία της προστασίας της ελευθερίας του διατιθέναι.


5. Από την εγγύτερη προσέγγιση των δικαιολογητικών λόγων της απαγόρευσης προκύπτει ότι αυτοί δεν είναι αναντίρρητοι και, πάντως, δεν επαρκούν προκειμένου να την καλύψουν στην απολυτότητά της. Οι αντιλήψεις περί ανηθικότητας των εν λόγω συμβάσεων στο σύνολό τους δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Περαιτέρω, η ανάπτυξη του νομικού συστήματος έχει επιτρέψει τη διαμόρφωση ιδιαίτερα σύνθετων συναλλακτικών πρακτικών, με αυξημένους κινδύνους, ώστε να παρουσιάζεται ως μάλλον ανακόλουθη η απαγόρευση των κληρονομικών συμβάσεων με επίκληση της ανάγκης προστασίας των συμβαλλομένων.


6. Στις κληρονομικές συμβάσεις με τις οποίες επιχειρείται ο προσπορισμός δικαιωμάτων στην κληρονομία σε τρίτους ακανθώδες παραμένει το ζήτημα της σύγκρουσης της ελευθερίας του διατιθέναι και της ελευθερίας των συμβάσεων. Η ελευθερία του διατιθέναι συνεπάγεται τη δυνατότητα του προσώπου να μεταβάλλει χωρίς περιορισμούς την απόφασή του ως προς την αιτία θανάτου διάθεση της περιουσίας του. Τούτο θεμελιώνεται τόσο σε πραγματιστικά επιχειρήματα, που ανάγονται κυρίως στο ενδεχόμενο μεταβολής των συνθηκών μετά την αρχική διάθεση αιτία θανάτου, όσο και ψυχολογικά, ή ακόμη και μεταφυσικά, επιχειρήματα, που ανάγονται στην αντιμετώπιση της αγωνίας του θανάτου. Η κατάρτιση σύμβασης σχετικά με την κληρονομική διαδοχή, αντίθετα, συνεπάγεται αναπόφευκτα δέσμευση του κληρονομουμένου, η οποία, ωστόσο, έχει επίσης ηθική θεμελίωση, ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ανάπτυξης της προσωπικότητας, αλλά και οικονομική, ως μέσον αποτελεσματικότερης αξιοποίησης της περιουσίας.


7. Στην ανωτέρω βάση δεν καθίσταται σαφές γιατί η συμβατική ελευθερία είναι σκόπιμο να υποχωρεί πάντα και in abstracto έναντι της ελευθερίας του διατιθέναι. Εν τέλει, και οι δύο ελευθερίες απορρέουν από την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, που συνιστά ακρογωνιαίο λίθο του νομικού μας συστήματος. Ως συνεπέστερη λύση παρουσιάζεται η αναγνώριση της ελευθερίας του προσώπου να επιλέγει τον ειδικότερο τρόπο διάθεσης της περιουσίας του αιτία θανάτου, και συνακόλουθα τον βαθμό δέσμευσης που αυτός συνεπάγεται.


8. Η απαγόρευση των συμβάσεων εγκατάστασης κληρονόμου ή σύστασης κληροδοσίας υπέρ ορισμένου προσώπου είναι εξάλλου και αλυσιτελής. Εν όψει αυτής, είναι αναμενόμενο οι συμβαλλόμενοι να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Όταν το ζητούμενο είναι η διασφάλιση της περιέλευσης περιουσιακών στοιχείων του κληρονομουμένου σε άλλο πρόσωπο, χωρίς αντάλλαγμα, μετά τον θάνατο του πρώτου, οι ανάγκες των μερών μπορούν να καλυφθούν ικανοποιητικά με τη δωρεά αιτία θανάτου, η οποία μάλιστα μπορεί να συμφωνηθεί και ως αμετάκλητη (ΑΚ 2032 επ., 2034).


9. Με τη δωρεά αιτία θανάτου δεν μπορούν να καλυφθούν οι περιπτώσεις στις οποίες κληρονομούμενος επιθυμεί να καταρτίσει κληρονομική σύμβαση προκειμένου να αντλήσει εν ζωή ανταλλάγματα έναντι της κληρονομίας του, ώστε να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας. Σε αυτές ενδείκνυται η εν ζωή μεταβίβαση περιουσίας, συνήθως ακινήτου, από επαχθή αιτία (πώληση, ισόβια πρόσοδο, παροχή υπηρεσιών), με την παράλληλη διασφάλιση του δικαιώματος του μεταβιβάζοντος να αντλεί ορισμένες τουλάχιστον ωφέλειες από αυτήν όσο ζει. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί αναμφίβολα με τη διατήρηση της κατοχής δυνάμει ενοχικής σύμβασης, ή, καλύτερα, με την παρακράτηση δικαιώματος επικαρπίας ή οίκησης. Εναλλακτικά, μπορεί να συμφωνηθεί η υποχρέωση μεταβίβασης να καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά τον χρόνο θανάτου του μεταβιβάζοντος ή η μεταβίβαση να πραγματοποιηθεί άμεσα, αλλά υπό την αναβλητική προθεσμία θανάτου του τελευταίου.


10. Η κατά τα ανωτέρω άμεση ή έμμεση εξάρτηση των αποτελεσμάτων της σύμβασης από τον θάνατο του κληρονομουμένου δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα της ως σύμβασης εν ζωή, αφού αυτή αναπτύσσει, έστω εν μέρει, τα αποτελέσματά της πριν από τον θάνατο του συμβαλλομένου. Ο αντισυμβαλλόμενος του μεταβιβάζοντος αντλεί έτσι δικαιώματα από την εν ζωή περιουσία του τελευταίου και όχι από την κληρονομία του. Συνεπώς, οι προαναφερθείσες συμβάσεις δεν καταλαμβάνονται από το γράμμα της ΑΚ 368.


11. Περαιτέρω, ακόμα και αν το αντικείμενο της σύμβασης είναι το σημαντικότερο ή και το μόνο περιουσιακό στοιχείο του κληρονομουμένου, δεν μπορεί να κριθεί ότι, μόνο λόγω της προσθήκης συναφούς όρου, οι εν λόγω συμβάσεις συνιστούν καταστρατήγηση της απαγόρευσης των κληρονομικών συμβάσεων. Ο περιορισμός της δυνατότητας του προσώπου να προβαίνει σε δικαιοπραξίες με τις οποίες διαθέτει (ή αναλαμβάνει την υποχρέωση να διαθέσει) την περιουσία του εν ζωή, προκειμένου να μπορεί να τη διαθέσει ελεύθερα αιτία θανάτου δεν εμπίπτει στους σκοπούς του νομοθέτη. Θα ήταν εξάλλου παράδοξο η σύμβαση με το ανωτέρω αντικείμενο που επιφέρει άμεσα τα αποτελέσματά της να κρίνεται έγκυρη, αλλά η ίδια σύμβαση να καθίσταται άκυρη, λόγω καταστρατήγησης της ΑΚ 368, μόνο εκ του λόγου ότι προστέθηκε σε αυτήν ο ευνοϊκός για τον μεταβιβάζοντα όρος ότι τα αποτελέσματά της θα επέλθουν πλήρως με τον θάνατό του. Τούτο είναι άλλωστε προφανές στην περίπτωση μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας πράγματος με παρακράτηση της επικαρπίας, καθώς η δυνατότητα αυτή αναγνωρίζεται πέραν κάθε αμφιβολίας στο ισχύον δίκαιο και εν προκειμένω γίνεται χρήση της σύμφωνα με τον σκοπό της.


12. Όλες οι ανωτέρω εναλλακτικές δυνατότητες με τις οποίες ο κληρονομούμενος μπορεί να αντλήσει ρευστότητα ή εν γένει πόρους από την περιουσία του, χωρίς να αποξενωθεί από αυτήν (πλήρως) όσο ζει, συνεπάγονται, ωστόσο, μεγαλύτερη δέσμευσή του σε σχέση με τις κληρονομικές συμβάσεις. Τούτο, διότι, σε αντίθεση με τις τελευταίες, που είναι συμβάσεις αιτία θανάτου, ειδοποιό χαρακτηριστικό των εν ζωή συμβάσεων αποτελεί η γένεση δικαιωμάτων, έστω προσδοκίας, σε χρονικό σημείο πριν από τον θάνατο του συμβαλλομένου. Εν τέλει, η απαγόρευση των εν λόγω κληρονομικών συμβάσεων λειτουργεί περισσότερο υπέρ του αντισυμβαλλομένου του κληρονομουμένου, παρά υπέρ του ίδιου του κληρονομουμένου, στην προστασία του οποίου φέρεται να αποσκοπεί.


13. Συμπερασματικά, η απαγόρευση των κληρονομικών συμβάσεων φαίνεται να αποτελεί κατάλοιπο του παρελθόντος. Τα επιχειρήματα στα οποία θεμελιώνεται δεν επαρκούν προκειμένου να την αιτιολογήσουν στην απολυτότητά της. Επομένως, κρίσιμη είναι de lege lata η κατά το δυνατόν συσταλτική ερμηνεία της ΑΚ 368, καθώς και η ευρεία χρήση των δυνατοτήτων διάσωσης, έστω εν μέρει, του κύρους σχετικών συμβάσεων, ιδίως κατά τις ΑΚ 181 και 182. De lege ferenda, σκόπιμη θα ήταν η αναγνώριση του θεσμού της συμβατικής εγκατάστασης κληρονόμου, με παράλληλη διαμόρφωση ειδικού ρυθμιστικού πλαισίου, στη βάση μιας πραγματιστικής προσέγγισης, κατά το πρότυπο ιδίως του ελβετικού δικαίου, η οποία θα παρέχει εγγυήσεις για τη διασφάλιση της ελεύθερης βούλησης των μερών και θα σταθμίζει αποτελεσματικότερα τη διαφύλαξη της ελευθερίας του διατιθέναι αφενός και τη δέσμευση ως προς τη διάταξη τελευταίας βούλησης αφετέρου.








* Το κείμενο αποτελεί απόδοση βασικών σημείων της μονογραφίας της γράφουσας, με τίτλο «Κληρονομικές συμβάσεις: Από την απαγόρευση στην αναζήτηση θεμιτών εναλλακτικών. Ιδίως η εγκατάσταση κληρονόμου έναντι ανταλλάγματος», εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα/Θεσσαλονίκη 2015, από την οποία μπορεί να αντληθεί και η πλήρης τεκμηρίωση των ανωτέρω, με σχετικές παραπομπές.


1. Βλ. §§ 1941, 2274 επ. και 2346 επ. γερμΑΚ καθώς και άρθρ. 494 επ. ελβΑΚ.


2. Βλ. Λιτζερόπουλο, Κληρονομικόν Δίκαιον, τεύχ. Α΄, 2η έκδ. 1957, ιδίως §§ 45 και 46, σ. 60 επ.· Καραμπατζό, Η παραίτηση από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας, 2011, ιδίως σ. 276 επ· τον ίδιο, Η απαγόρευση των κληρονομικών συμβάσεων – Προς μία μεταρρύθμιση του κληρονομικού δικαίου του ΑΚ, ΝοΒ 2014, 1339 επ. Πρβλ. Σταθόπουλο, Πληρεξουσιότης μεταθανατίου ενεργείας και άνευ διαθήκης περιουσιακαί επιδόσεις αιτία θανάτου, σε Ξένιον Ζέπου, τόμ. ΙΙΙ, 1973, σ. 407 επ., ιδίως σ. 443 επ.

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved