Το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης

Γρηγόρης Καλφέλης
Καθηγητής Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.

H Ευρώπη έχει ξεκινήσει ένα νέο ιστορικό πείραμα για να προχωρήσει πέρα από το εθνικό κράτος (που ήταν το διακριτό κατασκεύασμα της νεωτερικότητας). Όμως το μοντέλο των εθνικών κρατών παραμένει ακόμη η βάση της πολιτικής ανάπτυξης1.
Αυτή η ανάλυση θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τον Άρειο Πάγο και τα άλλα δικαιοδοτικά όργανα, όταν αποφασίζουν πολύ εύκολα (και ίσως κάτω από την επίδραση ενός ανεπεξέργαστου «ευρωπαϊκού πατριωτισμού») την έκδοση Ελλήνων πολιτών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
Ταυτόχρονα, για να ενισχύσω την προκείμενη συλλογιστική, είναι επίσης απαραίτητο να παρατηρήσω, ότι δεν υπάρχει δυστυχώς ακόμη μία διακεκριμένη «ευρωπαϊκή ταυτότητα».
Έτσι, η Ευρώπη σήμερα μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αντιφατικά και η Ευρώπη της ελευθερίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και η Ευρώπη που αποδέχθηκε τα βιομετρικά διαβατήρια, στο πλαίσιο των οποίων όλοι μας θα είμαστε πειραματόζωα των πιο απίθανων τεχνολογικών μεθόδων.
Επομένως, κανείς δεν γνωρίζει ποιο θα είναι το μέλλον του προκείμενου ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, αλλά η παραπάνω εννοιολογική προσπέλαση μας παρέχει τη διακριτική ευχέρεια να κατανοήσουμε, γιατί επανεμφανίζονται βασανιστικά σε αυτή την Ήπειρο οι λεγόμενες ευέξαπτες «εθνικές ιδιαιτερότητες».
Έτσι, πριν από λίγο καιρό, στο Τάμπερε της Φινλανδίας, η Ιρλανδία ιδίως απέρριψε την πρόταση, η ποινική (και η δικονομική) πολιτική στον ευρωπαϊκό χώρο να χαράσσονται, όχι με βάση την αρχή της ομοφωνίας, αλλά διά της ψήφου της πλειοψηφίας. Η χώρα αυτή δεν δέχθηκε κατηγορηματικά την προκείμενη λογική, διότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε την καταρράκωση της εθνικής κυριαρχίας 2.
Ενόψει όλων αυτών των παραδοχών, έχω την εντύπωση, ότι το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης διέπεται από μία δομική αντίφαση. Ενώ, δηλαδή, δεν έχει προχωρήσει ουσιαστικά η πολιτική ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντούτοις κάποιοι πολιτικοί κύκλοι των Βρυξελλών πιστεύουν, ακατανόητα, ότι μπορεί να προχωρήσει αυτοτελώς η εμβάθυνση της δικονομικής ενοποίησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, ο Ευρωπαίος νομοθέτης εμφορείται αδιάλειπτα από την «ιδεολογία» μιας πλασματικής πραγματικότητας. Δηλαδή, πιστεύει εικονικά ότι υφίσταται σήμερα μία ενιαία ευρωπαϊκή κρατική επικράτεια.
Και υπ’ αυτή την έννοια νομιμοποιεί αδικαιολόγητα την έκδοση ενός ευρωπαϊκού μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, το οποίο θα αναγνωρίζεται αγόγγυστα από όλα τα κράτη-μέλη αυτού του φαντασιακού οικοδομήματος.
Όμως, όλοι γνωρίζουμε καλά, ότι μία τέτοια παραδοχή είναι εξωφρενικά ασύμβατη με τη σημερινή (σκληρή) πραγματικότητα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι (που κυριαρχείται από τη λογική των εθνικών ιδιαιτεροτήτων ).
Μετά από αυτά, πιστεύω, ότι ο Άρειος Πάγος και τα Συμβούλια Εφετών πρέπει να χαράξουν μία καινούργια στρατηγική, η οποία θα περιορίζει σε ένα λελογισμένο βαθμό την έκδοση των Ελλήνων πολιτών.
Και υπάρχουν δικονομικά ερείσματα, στα οποία έχουν τη δυνατότητα να «στηριχθούν» τα δικαιοδοτικά αυτά όργανα, για να υλοποιήσουν την περιγραφόμενη στρατηγική. Σε αυτά τα ερείσματα θα αναφερθώ επιλεκτικά στις παρακάτω γραμμές.
Και εν πρώτοις, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η δικονομική έννοια του «διωκόμενου», στο πλαίσιο του άρθρου 12 περ. α΄ του ν. 3251/2004, ερμηνεύεται τόσο στενά, ώστε να μη περιλαμβάνει και εκείνον κατά του οποίου έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση. Τι εννοώ;
Όπως είναι γνωστό, η συζητούμενη διάταξη του άρθρου 12 του ανωτέρω εκτελεστικού νόμου χορηγεί τη δυνατότητα να μη εκτελείται το επίμαχο μέτρο του δικονομικού καταναγκασμού, αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αναφέρεται στο ένταλμα.
Ο Άρειος Πάγος -και θα χρησιμοποιήσω σε αυτό το επίπεδο ένα βούλευμα μοντέλο, το βούλευμα 2149/2005- υιοθετεί παράδοξα ένα μόνιμο ερμηνευτικό στερεότυπο, το οποίο υποστηρίζει, ότι ως διωκόμενος μέσα σε αυτό το πλαίσιο «δεν μπορεί να θεωρηθεί ο μηνυόμενος, ούτε εκείνος σε βάρος του οποίου ενεργείται προκαταρκτική εξέταση».
Επί τη βάσει αυτής της μετέωρης προσπελάσεως, τα ανωτέρω δικαιοδοτικά όργανα εκτελούν τα διάφορα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης (έστω και αν αφορούν Έλληνα πολίτη).
Όμως ακριβώς, μετά την ψήφιση των νόμων 3160/2003 και 3346/2005, όλοι σχεδόν γνωρίζουμε ότι δεν μπορεί να κινητοποιηθεί ο μηχανισμός της ποινικής διώξεως για τα κακουργήματα (ή τα πλημμελήματα της αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου), αν δεν έχει διενεργηθεί προγενέστερα προκαταρκτική εξέταση.
Αυτό σημαίνει, περαιτέρω, ότι η προκαταρκτική εξέταση δεν είναι πλέον ένα ατελές διαδικαστικό στάδιο, όπως ήταν κάποτε, αλλά συνιστά ένα οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της ευρύτερης ποινικής διαδικασίας3.
Κατά συνέπεια, είναι δυνατό να μη υπάγεται στην έννοια του διωκόμενου του άρθρου 12 και το άτομο εκείνο το οποίο «εκτίθεται» επί 8 μήνες, κατ' ανώτατο όριο, στο πλαίσιο μιας συγκροτημένης διερευνητικής διαδικασίας;
Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις αποκαλύπτουν, δυστυχώς, μία ανεπεξέργαστη ιδεολογική τάση να δίνουμε εχέγγυα ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης, όταν οι άλλοι υπακούουν στα κελεύσματα της δικής τους εθνικής ιδιαιτερότητας.
Όμως, θα ήθελα να κλείσω αυτές τις παρατηρήσεις μέσα από ένα άλλο κοινωνιολογικά αδούλευτο στερεότυπο. Λέει, λοιπόν, σχεδόν μονότονα ο ΑΠ, ότι σήμερα η απαγόρευση της έκδοσης ημεδαπού σε άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής Ηπείρου δεν έχει πλέον την ίδια σημασία που είχε κάποτε, ενόψει της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσο και αν αυτή η παραδοχή φαίνεται να είναι καταρχήν αποδεκτή, μια μεγαλύτερη εμβάθυνση αποδεικνύει ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Τι εννοώ;
Η ύπαρξη, δηλαδή, σχέσεων εμπιστοσύνης προϋποθέτει κοινωνιολογικά την προγενέστερη εκκόλαψη μιας πολιτικής κοινότητας. Μία τέτοια πολιτική κοινότητα δεν υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη, γιατί ατυχώς δεν υφίσταται μία ενοποιημένη πολιτική πολλών επιπέδων και, κατά συνέπεια, η μέχρι τώρα περιοριζόμενη στα εθνικά κράτη αλληλεγγύη των πολιτών δεν έχει επεκταθεί στους πολίτες της Ένωσης, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε, λόγου χάρη, οι Πορτογάλοι και οι Έλληνες να έχουν τη δυνατότητα (από άποψη εμπιστοσύνης) να εγγυηθούν οι μεν για τους δε.
Επιπλέον, όπως διαπιστώνει εύστοχα και ο Γερμανός κοινωνιολόγος Juergen Habermas, σήμερα δεν υπάρχει μία ευρωπαϊκή «δημόσια σφαίρα»4. Επομένως, δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε, ότι υπάρχουν συγκροτημένες σχέσεις εμπιστοσύνης που νομιμοποιούν δικονομικά την ακώλυτη παράδοση των Ελλήνων πολιτών σε άλλα κράτη.
Ωστόσο, η συνολικότερη απάντηση απέναντι σε αυτές τις δυσμενείς εξελίξεις, που περνούν και μέσα από το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν είναι δυνατόν να είναι η επιστροφή σε έναν ανιστόρητο εθνικό προστατευτισμό και η συνολική απόρριψη της ευρωπαϊκής δικονομικής ενοποίησης, αλλά η ταυτόχρονη εξέλιξη αυτής της τελευταίας διεργασίας μαζί με το προχώρημα της πολιτικής ενοποίησης, ώστε να μη κυοφορείται μία μονοδιάστατη Ευρώπη της καταστολής.
Όπως λέει χαρακτηριστικά και ο γνωστός Ιταλός φιλόσοφος Umberto Eco, «η Ευρώπη χάρη σε μια εγελιανή επιταγή που θέλει να πηγαίνουν τα πράγματα όπως επιτάσσει μια ορθολογική πραγματικότητα ή θα γίνει (πραγματικά) ευρωπαϊκή ή θα κατακερματιστεί»!

Παραπομπές
1. Βλ. Gray J., Al QAEDA and what it means to be modern, 2003, 16.
2. Βλ. Economist, In Europe we don't trust, Sep 28th 2006.
3. Βλ. εντελώς ενδεικτικά Συμεωνίδη Δ., Το δικαίωμα του υπόπτου να λάβει γνώση όλων των εγγράφων στην προκαταρκτική εξέταση, ΠοινΧρον 2005, 5 επ.
4. Βλ. Habermas J., Ο μεταεθνικός αστερισμός, 2003, 140 επ.
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved