Οι παλαιότερες και πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας

Στέλιος Γκρόζος
Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης

...Λόγω της αλματώδους αυξήσεως των ποινικών δικογραφιών που αφορούν εγκλήματα κακουργηματικού χαρακτήρα, αυξήσεως τόσο ποσοτικής όσο και, κυρίως, ποιοτικής, παρατηρείται το φαινόμενο οι σχετικές δικογραφίες να προσδιορίζονται για εκδίκαση σε βάθος χρόνου τριών και πλέον ετών.

Το αίτημα για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, αίτημα όχι μόνο του νομοθέτη, αλλά και του συνόλου των παραγόντων της ποινικής δίκης, δεν είναι πρόσφατο. Μία πρόχειρη αναδρομή στην ιστορία των νομοθετικών επεμβάσεων στις αρχικές ρυθμίσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μπορεί με ευχέρεια να καταδείξει ότι πολύ συχνά και με διάφορες αφορμές, τόσο καθαρά νομοθετικές, όσο και κοινωνικές, ο νομοθέτης επέλεξε να επέμβει σε κλασικές προβλέψεις του ΚΠΔ, σε μια προσπάθεια να προσδώσει μεγαλύτερη ταχύτητα στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και, συνακόλουθα, να βελτιώσει και την ποιότητα αυτής.

Ενδεικτικά, ορισμένες από τις κυριότερες νομοθετικές επεμβάσεις, με σκοπό την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, είναι οι Νόμοι 663/1977, 1419/1984, 1729/1987, 2523/1997, 3028/2002, 3074/2002, σύμφωνα με τους οποίους η διαδικασία παραπομπής των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για τα αναφερόμενα στους νόμους αυτούς εγκλήματα (ληστείες, διακεκριμένες κλοπές, ναρκωτικά κ.λ.π.) γίνεται με απευθείας κλήση, χωρίς μάλιστα δυνατότητα προσφυγής, παρακάμπτοντας τη διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν. 1738/1987 και 2928/2001, για τα αναφερόμενα σ’ αυτούς εγκλήματα (οργανωμένο έγκλημα και εγκλήματα στρεφόμενα κατά του Δημοσίου και των αναφερομένων στο άρθρο 263α ΠΚ νομικών προσώπων, με ζημία που υπερβαίνει τα 150.000 Ευρώ), η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται με ένα μόνο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως.

Μία πρόχειρη επισκόπηση των ανωτέρω αναφερθεισών νομοθετικών επεμβάσεων καταδεικνύει ότι αυτές έχουν προφανώς τον χαρακτήρα του αποσπασματικού, αφορούν η κάθε μία διαφορετικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας και δεν προσεγγίζουν συνολικά το ζήτημα, αλλά φαίνεται να ανταποκρίθηκαν σε συγκεκριμένες κάθε φορά, κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα, ανάγκες και εκτιμήσεις, και πάντοτε ανεξάρτητα εάν συμφωνεί κανείς με την πραγματική τους αποτελεσματικότητα.

Τα τελευταία όμως χρόνια παρατηρείται μία προσπάθεια συνολικότερης προσεγγίσεως του προβλήματος με νόμους οι οποίοι, περά από το γεγονός ότι περιέχουν περισσότερες από μία ρυθμίσεις, έχουν και ως τίτλο τους αυτό ακριβώς το ζητούμενο: την επιτάχυνση.

Πρόκειται για τον Ν. 3160/2003 και τον Ν. 3346/2005. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των νόμων αυτών: α) Αναμορφώθηκε ο θεσμός της προκαταρκτικής εξετάσεως, η οποία πλέον είναι υποχρεωτική στα κακουργήματα και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Έτσι, πολλές υποθέσεις περατώνονται με την προκαταρκτική εξέταση, αφού για να ασκηθεί η ποινική δίωξη απαιτείται πλέον η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων, β) Διευρύνεται δραστικά η αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, γ) Περιορίζονται σημαντικά οι περιπτώσεις επιτρεπτού των ενδίκων μέσων, δ) Αντιμετωπίζεται με σχετική επιτυχία το πρόβλημα των αλλεπάλληλων αναβολών, με την πρόβλεψη της δυνατότητας διακοπής της δίκης και ε) με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 32 του Ν. 3346/2005 περί παραγραφής υπό όρο τέθηκαν στο αρχείο χιλιάδες δικογραφίες που αφορούσαν αδικήματα μικρής ποινικής απαξίας και έτσι απο-συμφορήθηκαν τα πινάκια των δικαστηρίων, έστω και προσωρινά.

Από όσα προεξετέθησαν μπορούν να συναχθούν τα εξής συμπεράσματα:
Με τις αναφερθείσες ρυθμίσεις επιτεύχθηκε σημαντική επιτάχυνση στο δικονομικό στάδιο της προδικασίας. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την κύρια διαδικασία. Λόγω της αλματώδους αυξήσεως των ποινικών δικογραφιών που αφορούν εγκλήματα κακουργηματικού χαρακτήρα, αυξήσεως τόσο ποσοτικής όσο και, κυρίως, ποιοτικής, παρατηρείται το φαινόμενο οι σχετικές δικογραφίες να προσδιορίζονται για εκδίκαση σε βάθος χρόνου τριών και πλέον ετών. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι οι εφέσεις που προσδιορίσθηκαν στο Πενταμελές Εφετείο και στο ΜΟΕ και αφορούν καταδικαστικές αποφάσεις με ποινές στερητικές της ελευθερίας μέχρι οκτώ ετών χωρίς ανασταλτική δύναμη, να εκδικάζονται σε χρόνο που οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι θα έχουν ήδη εκτίσει τις ποινές τους. Αν μάλιστα στο πρόβλημα αυτό προστεθεί η «γάγγραινα», θα έλεγα, της ποινικής δικαιοσύνης, δηλαδή οι πολλές και αλλεπάλληλες αναβολές, ο παραπάνω χρόνος εκδικάσεως σχεδόν διπλασιάζεται, αφού η εκδίκαση της υποθέσεως κατά την πρώτη δικάσιμο που ορίσθηκε είναι φαινόμενο σπάνιο. Αρκεί να σημειωθεί ότι στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης προσδιορίζονται 8 πρωτοείσακτες δικογραφίες. Όταν έρθει η ώρα της δικασίμου οι 8 γίνονται 24-25.
Βέβαια, μόνον με την ελάττωση του αριθμού των αναβολών δεν επιλύεται το πρόβλημα της βραδύτητας, αλλά απαιτούνται συστηματικές και επίμονες παρεμβάσεις. Δύο όμως από τις παρεμβάσεις αυτές καθίστανται καθοριστικές και πρέπει να γίνουν αμέσως:

1. Πρέπει να σταματήσει ο νομοθέτης να προσδίδει με ευκολία κακουργηματικό χαρακτήρα σε σωρεία αξιοποίνων συμπεριφορών και
2. Έφθασε πλέον ο χρόνος ώστε η Πολιτεία να προβεί σε μία συστηματική και κυρίως γενναία αποποινικοποίηση πλήθους συμπεριφορών, για τις οποίες αρκούν οι διοικητικές ποινές ή οι ποινές τάξης.
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved