Σημαντική μεταστροφή της νομολογίας στο θέμα της αυτό-αποζημίωσης και γενικά στο δίκαιο των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων

Ιωάννης Χ. Χορομίδης
Δικηγόρος, LL.M

(Οι πρόσφατες ΟλΑΠ 10 και 11/2004)

Ι. Έχουν ήδη παρέλθει είκοσι επτά έτη από τη θέση σε ισχύ του ν. 653/1977, με τον οποίο θεσπίστηκε για πρώτη φορά ο θεσμός της αυτοαποζημίωσης του ιδιοκτήτη απαλλοτριούμενου ακινήτου.

Η δικαιολογητική βάση του θεσμού είναι εύλογη, αφού είναι προφανές ότι, υπό προϋποθέσεις, ο ιδιοκτήτης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου, εκτός από τη ζημία για την αποτίμηση τμήματος της ιδιοκτησίας του έχει παράλληλα και ωφέλεια από την πρόσοψη που αποκτά σε διανοιγόμενη οδό. Δυστυχώς όμως, η νομολογιακή εφαρμογή του θεσμού υπήρξε ακραία, με αποκορύφωμα την ΟλΑΠ 1/1988 (με την οποία έγινε δεκτό ότι στη δίκη του καθορισμού της αποζημίωσης το Δικαστήριο περιορίζεται μόνο στον καθορισμό της αποζημίωσης, χωρίς να μπορεί να εξετάσει ισχυρισμούς για την ύπαρξη ή μη ωφέλειας των παροδίων) και την ΟλΑΠ 14/1991 (με την οποία έγινε κατά πλειοψηφία δεκτό ότι το θεσπιζόμενο από το νόμο τεκμήριο ωφέλειας είναι αμάχητο).

Έκτοτε, οι παραπάνω θέσεις της ΟλΑΠ ακολουθήθηκαν συστηματικά από τα δικαστήρια της ουσίας, με αποτέλεσμα χιλιάδες ελλήνων πολιτών να απωλέσουν τις ιδιοκτησίες τους, χωρίς να λάβουν αποζημίωση για τα χαρακτηριζόμενα ως αυτοαποζημιούμενα τμήματα των απαλλοτριωθέντων ακινήτων τους, αλλά και χωρίς να δυνηθούν, λόγω του αμάχητου τεκμηρίου, να αναπτύξουν ενώπιον Δικαστηρίου τους ισχυρισμούς τους, ότι δεν υφίστανται ωφέλεια από την απαλλοτρίωση.



II. Η ευεργετική επίδραση της ΕΣΔΑ, τόσο στην ερμηνευτική προσέγγιση των εθνικών κανόνων δικαίου, όσο και στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας, γίνεται ολοένα και πιο έντονη τα τελευταία χρόνια.

Το θέμα του αμάχητου τεκμηρίου της αυτοαποζημίωσης ήταν ένα από τα πρώτα που κλήθηκε να αποφασίσει το ΕΔΔΑ και, μάλιστα, αφορούσε την ίδια υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ΟλΑΠ 14/1991.

Στην υπόθεση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια είχαν δεχθεί ότι η κατασκευή αερογέφυρας μπροστά από τα καταστήματα των αιτούντων αποτελεί διαπλάτυνση οδού για την οποία οφείλεται αυτοαποζημίωση, με αποτέλεσμα να απορρίψουν την εξέταση του ισχυρισμού τους, ότι στην προκειμένη περίπτωση είχαν υποστεί σημαντική ζημία, καθώς, αντί της πρόσοψης σε εθνική οδό, είχαν πλέον μόνο πρόσοψη σε παράπλευρη οδό και στον όγκο της αερογέφυρας.

Το ΕΔΔΑ δέχθηκε τελικά το 1996 (Κατηκαρίδης κατά Ελλάδος και Τσώμτσος κατά Ελλάδος, Αρμ 1997.428 και 432), ότι το αμάχητο τεκμήριο αντίκειται στο άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αναφέροντας μάλιστα με καθόλου κολακευτικό τρόπο για τη χώρα μας ότι: «Αυτό το υπερβολικά άκαμπτο σύστημα δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη την ύπαρξη διαφορετικών καταστάσεων, αγνοώντας τις διαφορές που απορρέουν ειδικά από τη φύση των εργασιών και τη διαμόρφωση του εδάφους. Στερείται, χωρίς αμφιβολία, κάθε λογικής θεμελίωσης».



III. Τόσο ο νομοθέτης όσο και η νομολογία παρουσιάστηκαν διστακτικοί στο να συμπλεύσουν με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία είναι προφανές ότι θα είχε άμεσες δυσμενείς συνέπειες στα οικονομικά συμφέροντα του Κράτους, αλλά και θα επιβάρυνε με σημαντικό όγκο εργασίας τα Δικαστήρια.

Έτσι, αρχικά η ΟλΑΠ 8/1999, θεωρώντας πλέον ως μαχητό το τεκμήριο της αυτοαποζημίωσης, απεφάνθη ότι ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να προσφύγει στην τακτική διαδικασία, σε νέα δίκη, διαφορετική από αυτήν του καθορισμού της αποζημίωσης, για να αποδείξει ότι δεν υφίσταται ωφέλεια από την απαλλοτρίωση, ώστε να κριθεί εάν θα πρέπει να του επιδικαστεί αποζημίωση για το αυτοαποζημιούμενο τμήμα της ιδιοκτησίας του. Στη συνέχεια, ο νομοθέτης, με το άρθρο 33 του ν. 2971/2001 θέσπισε ειδική διαδικασία, ούτως ώστε, μετά από προδικασία ενώπιον διοικητικής επιτροπής, ο ενδιαφερόμενος να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του για τη μη ύπαρξη ωφέλειας ενώπιον του Εφετείου, σε διαφορετική δίκη από αυτήν για τον καθορισμό της αποζημίωσης.



IV. Το θέμα της αυτοαποζημίωσης δεν άργησε να απασχολήσει εκ νέου το ΕΔΔΑ, το οποίο, με νεότερη απόφαση του (Αζάς κατά Ελλάδος, Αρμ 2002.1887), έκρινε ως μη επαρκή τη μεταβολή που επιχειρήθηκε με την ΟλΑΠ 8/1999, όσον αφορά το μαχητό ή μη του τεκμηρίου της αυτοαποζημίωσης, εάν δεν συνοδεύεται από ενιαία διαδικασία, η οποία να εξασφαλίζει ότι θα αντιμετωπίζεται σφαιρικά κάθε σχετικό με την απαλλοτρίωση ζήτημα, για να δυνηθεί ο ιδιοκτήτης, μέσα σε εύλογο κατά τις περιστάσεις χρονικό διάστημα, να λάβει την πλήρη αποζημίωση για την απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας του.

Παρά την επίκλησή της από τους διαδίκους και παρά τη ρητή διάταξη του άρθρου 28 §1 Συντ., κανένα δικαστήριο της ουσίας –απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω– δεν έκανε μνεία της υπόθεσης Αζάς στο διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοσή της έως την απασχόληση για τέταρτη κατά σειρά φορά της ΟλΑΠ με το θέμα της αυτοαποζημίωσης.

Ήδη οι ΟλΑΠ 10 και 11/2004, μνημονεύοντας το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά όχι και την πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Αζάς κατά Ελλάδος, σηματοδοτούν σημαντική εξέλιξη στο δίκαιο των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων για δύο λόγους:

α) Γιατί για πρώτη φορά η νομολογία μας συμπλέει απολύτως με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, αποδεχόμενη ότι η ύπαρξη ή μη ωφέλειας από την απαλλοτρίωση και η επιβολή αυτοαποζημίωσης θα πρέπει να κρίνονται ενιαία στη δίκη του καθορισμού της αποζημίωσης του απαλλοτριωθέντος ακινήτου.

β) Γιατί για πρώτη φορά η νομολογία μας διευρύνει την έννοια της «ενιαίας δίκης της απαλλοτρίωσης», σε βαθμό που να περιλαμβάνει σε αυτήν και κάθε θέμα σχετικό με την απαλλοτρίωση, αναφέροντας ρητά ότι η αναγνώριση των δικαιούχων μπορεί να γίνει ακόμη και κατά τη δίκη του οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, ενώ δεν φαίνεται να αποκλείει τη δυνατότητα να σωρευτούν και καταψηφιστικά αιτήματα, όπως αυτό της υποχρέωσης σε καταβολή της αποζημίωσης μετά τον τελεσίδικο προσδιορισμό της ή το αίτημα για αποβολή του καθού από το απαλλοτριωθέν μετά τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης.



V. Από θεωρητική άποψη είναι βέβαιο ότι η «ενιαία δίκη της απαλλοτρίωσης» αποτελεί την ορθή επιλογή για την επιβεβλημένη ταχεία ολοκλήρωση της διαδικασίας, ώστε να πληρούται η συνταγματική επιταγή της πλήρους αποζημίωσης και να δύναται ο ιδιοκτήτης να αντικαταστήσει άμεσα το απαλλοτριωθέν ακίνητό του με άλλο ισάξιο.

Λαμβάνοντας όμως υπόψη την ελλιπή συνήθως προετοιμασία των κτηματολογικών στοιχείων της απαλλοτρίωσης, το μεγάλο τις περισσότερες φορές αριθμό διαδίκων στις σχετικές δίκες, το δεδομένο φόρτο εργασίας των ελλήνων δικαστών αλλά και τη συνεχώς αυξανόμενη πίεσή τους για ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, απομένει να δούμε εάν τα ελληνικά δικαστήρια θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στην πρόκληση που συνεπάγεται η «ενιαία δίκη της απαλλοτρίωσης» ή εύκολα θα θυσιάσουν την ορθότητα της κρίσης τους στο βωμό της ταχείας διεκπεραίωσης των σχετικών υποθέσεων.
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved