Νομολογία - πολιτικά

(ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2017 - ÔÅÕ×ÏÓ 95) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1832/2017 Τμήμα: Β1 Πρόεδρος: Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος: Χρ. Παρασκευά Εισηγητής: Ν. Πάσσος
Διχογνωμία σχετικά με την έννοια της μεταβίβασης μιας επιχείρησης κατά τις διατάξεις του π.δ. 178/2002 για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και συναφής προδικαστική παρα-πομπή στο ΔΕΕ για την επίλυση του ζητήματος.
Άρθρο π.δ. 178/2002.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

[…]: «….2. Με τις διατάξεις του π.δ. 178/2002 (ΦΕΚ Α’ 162/12-7-2002) έχουν ληφθεί «μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου». Κατόπιν αυτού, με το άρθρο 11 του π.δ. 178/ 2002, καταργήθηκε το προϊσχύσαν π.δ. 572/1988, με το οποίο είχε εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ (η οποία τροποποιήθηκε με την ως άνω και, τελικά, κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2001/23/ΕΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 178/2002, η συμμόρφωση προς την Οδηγία (όπως και η ίδια η Οδηγία), αποβλέπει στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων κ.λπ. Έτσι, οι διατάξεις του π.δ. 178/2002 εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, η οποία συνιστά μεταβολή του προσώπου εργοδότη και δύναται να αφορά είτε σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, που ενδέχεται να είναι είτε κερδοσκοπικές είτε μη κερδοσκοπικές (άρθρο 2 παρ.1 στοιχεία α’ και γ’). Περαιτέρω, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων αυτών, ως «μεταβίβαση» θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας (άρθρο 2 παρ.1 στοιχείο β’). Ως «μεταβιβάζων» («εκχωρητής», κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Ως «διάδοχος» («εκδοχέας», κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση κ.λπ. (άρθρο 3 παρ.1 στοιχείο α’ και β’). Η Οδηγία αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων. Για την εξασφάλιση της προστασίας, ενδιαφέρει η διατήρηση των θέσεων εργασίας (η «υπόστασή» τους) και το αμετάβλητο των όρων παροχής αυτής (το «περιεχόμενό» τους, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι όροι αμοιβής) υπό το νέο φορέα της οικονομικής δραστηριότητας, που καθίσταται ο νέος εργοδότης (απόφαση ΔΕΚ της 17-12-1987 υπόθεση 287/86 [Ny Molle Kro], Συλλογή 1987, σ. 5465, 5479). Η ερμηνεία τόσο της προϊσχύσασας Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ όσο και της ήδη ισχύουσας Οδηγίας 98/50/ΕΚ γίνεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε ΔΕΚ και ήδη ΔΕΕ) με ευρύ τρόπο. Με τρόπο, δηλαδή, ο οποίος ευνοεί την κατάφαση «μεταβίβασης» ακόμη και σε περιπτώσεις, στις οποίες αυτή εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να αμφισβητηθεί (ενδεικτικά: απόφαση ΔΕΚ της 2-12-1999 υπόθεση C-234/98 [Allen κ.λπ.] Συλλογή 1987 σ. Ι-8643, απόφαση ΔΕΚ της 11-3-1997 υπόθεση C-13/1995 [Suzen] Συλλογή 1997 σ. Ι-1259, απόφαση ΔΕΚ της 19-9-1995 υπόθεση C-48/94 [Rygaard] Συλλογή 1995 σ. Ι-2...). Σύμφωνα με μια γενική ερμηνευτική προσέγγιση, για να υπάρξει μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως ή τμήματος αυτών πρέπει να πρόκειται για μια «οικονομική οντότητα». Πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως ή ακόμη και ενός τμήματος επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να έχουν κάποια οργανική ενότητα («οικονομική οντότητα») την οποία να διατηρούν και υπό το νέο φορέα, ώστε να παραμένουν ικανά για την πραγματοποίηση του σκοπού, τον οποίο επιδίωκε ο προηγούμενος φορέας (πρβλ. ΑΠ 1319/2015, ΑΠ 14/2012).


3. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 178/2002, δια της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως κ.λπ. και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στο διάδοχο (παρ.1 εδ. α’). Οπότε, επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, σύμφωνα με τα ήδη γνωστά στο εσωτερικό δίκαιο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ.1 του ν. 2112/1920 και 9 παρ.1 του β.δ. της 16/18-7-1920 «περί επεκτάσεως του ν. 2112 και επί των εργατών κ.λπ.» (και του ήδη καταργημένου άρθρου 6 παρ.2 του ν. 3239/1955). Η μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη επέρχεται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή μεταβίβασης της επιχείρησης κ.λπ., για την οποία, αν και οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερωθούν έγκαιρα και να κληθούν σε διαβουλεύσεις, δεν είναι αναγκαίο να συναινέσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Για την εξασφάλιση των εργαζομένων, των οποίων οι θέσεις εργασίας μεταφέρονται στο νέο φορέα της επιχείρησης κ.λπ., ο μεταβιβάζων εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος (άρθρο 4 παρ.1 εδ. β’ του π.δ. 178/2002). Μετά τη μεταβίβαση (με την επιφύλαξη τυχόν δικαιωμάτων από υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης, για τα οποία δεν πρόκειται στην υπόθεση αυτή), ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας (παρ.2). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 του π.δ. 178/2002, η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης δεν συνιστά αυτή καθ’ αυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων (παρ. 1 εδ. α’). Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, όσες απολύσεις είναι αναγκαίο να επέλθουν για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού (παρ. 1 εδ. β’). Σε κάθε περίπτωση, όμως, αν η σύμβαση ή η σχέση εργασίας καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας σε βάρος του εργαζόμενου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη (παρ. 2). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6 του π.δ. 178/2002, οι ως άνω συνέπειες μιας μεταβίβασης, όπως καθορίζονται στα άρθρα 4 και 5 του διατάγματος αυτού, δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση κατά την οποία ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη, ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας (παρ. 1). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι εργαζόμενοι, των οποίων λόγω μεταβίβασης της επιχειρήσεως κ.λπ. οι θέσεις εργασίας παύουν να υφίστανται στην υπηρεσία του μεταβιβάζοντος, οφείλουν, κατ’ αρχήν, να συνεχίσουν την παροχή της εργασίας τους με τους ίδιους όρους στην υπηρεσία του διαδόχου, στην οποία μεταφέρονται οι θέσεις εργασίας (που εκ των πραγμάτων είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την οικονομική δραστηριότητα που μεταβιβάζεται). Όπως αναφέρθηκε, όμως, η μεταβίβαση της επιχείρησης κ.λπ. επέρχεται με πρωτοβουλία του εργοδότη, χωρίς να είναι αναγκαία η συναίνεση των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, συνιστά μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας…


8. Όπως προκύπτει από τα αναφερόμενα στις σκέψεις που προηγήθηκαν … στους κόλπους του δικάζοντος τμήματος του Αρείου Πάγου εμφιλοχώρησε ερμηνευτική διαφωνία ως προς την αληθινή έννοια του όρου «οικονομική οντότητα», η συνδρομή του οποίου, σύμφωνα με την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου και το π.δ. 178/2002 της Ελληνικής Δημοκρατίας, που την ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο, αποτελεί προϋπόθεση για την κατάφαση της μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, προκειμένου να επέλθουν οι συνέπειες από την εφαρμογή των εν λόγω νομοθετημάτων. Ειδικότερα, η διαφωνία έγκειται στο αν κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 98/50/ΕΚ, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι υφίσταται μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως ή επιχειρήσεως, ως «οικονομική οντότητα» νοείται μια τελείως αυτοδύναμη παραγωγική μονάδα, η οποία είναι δυνατό λειτουργήσει για την επίτευξη του οικονομικού σκοπού της χωρίς οποιαδήποτε αναζήτηση (με αγορά, δανεισμό, μίσθωση κ.λπ.) συντελεστών παραγωγής (πρώτων υλών, εργατικού δυναμικού, μηχανολογικού εξοπλισμού, εξαρτημάτων, υπηρεσιών υποστήριξης, οικονομικών πόρων κ.λπ.) από τρίτους. Ή αν, αντιθέτως, για την κατάφαση της έννοιας «οικονομική οντότητα» είναι αρκετή η διακριτότητα του αντικειμένου της δραστηριότητας, η πραγματική δυνατότητα να αποτελέσει το αντικείμενο αυτό το σκοπό μιας οικονομικής προσπάθειας και το εφικτό της λυσιτελούς οργάνωσης των συντελεστών παραγωγής (πρώτων υλών, μηχανολογικού κ.λπ. εξοπλισμού, εργατικού δυναμικού και υπηρεσιών υποστήριξης) για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού, χωρίς να ασκεί επιρροή η εκ μέρους του φορέα της δραστηριότητας αναζήτηση συντελεστών παραγωγής και έξω από αυτήν. Και πέραν τούτου, η διαφωνία έγκειται στο αν η ύπαρξη μεταβίβασης αποκλείεται ή όχι στην περίπτωση, κατά την οποία ως προοπτική του μεταβιβάζοντος ή του διαδόχου ή και αμφοτέρων υπάρχει όχι μόνο η επιτυχής συνέχιση της λειτουργίας υπό το νέο φορέα, αλλά και η μελλοντική κατάργηση και εκκαθάριση της συγκεκριμένης επιχείρησης. Περαιτέρω, όπως είναι ήδη γνωστό από προηγούμενη διαδικαστική ενέργεια του δικαστηρίου επί της από 29-8-2013 αιτήσεως αναιρέσεως της εδώ αναιρεσίβλητης («...») κατά ετέρων εργαζομένων και κατά της 3263/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, εκδόθηκε η 1831/2017 απόφαση του παρόντος τμήματος του Αρείου Πάγου με την οποία υποβάλλεται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προδικαστικό ερώτημα σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, προς άρση της ως άνω διαφωνίας και της ερμηνευτικής αμφιβολίας, η οποία την προκάλεσε. Επομένως, το δικαστήριο κρίνει ομόφωνα ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι να εκδοθεί απόφαση του ΔΕΕ επί του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος, μετά την έκδοση της οποίας η υπόθεση θα έχει καταστεί ώριμη για την εκφορά αναιρετικής κρίσης επί των λόγων που αναφέρονται στο τέλος των σκέψεων αρ. 6 και 7 της παρούσας. Με την ίδια αιτιολογία, πρέπει να αναβληθεί η εκφορά οριστικής κρίσης και επί των αναιρετικών λόγων εβδόμου και δεκάτου της αιτήσεως, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση το ότι δεν αιτιολογήθηκε η απόρριψη του ισχυρισμού των εναγόντων, εκεί εφεσίβλητων και ήδη αναιρεσειόντων, σύμφωνα με τον οποίο η μεταβίβαση επιχείρησης, την οποία επικαλείται η εναγομένη, εκεί εκκαλούσα και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία, που λόγω της μεταβίβασης αποποιείται την ιδιότητα του εργοδότη έναντι των εναγόντων, έγινε στο πλαίσιο ενός σχεδίου που αποσκοπούσε στη μεταφορά ενός μέρους του προσωπικού της «...» προς την «...», προκειμένου η πρώτη να απαλλαγεί από την υποχρέωση πληρωμής των αποζημιώσεων, τις οποίες άλλως θα έπρεπε να καταβάλει, εάν απέλυε το προσωπικό αυτό. Διότι από την αναμενόμενη απάντηση του ΔΕΕ θα εξαρτηθεί και το εάν ο ως άνω ισχυρισμός είναι ή δεν είναι ουσιώδης ως προς την κατάφαση της μεταβίβασης τμήματος επιχειρήσεως κατά την έννοια της Οδηγίας 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου και του π.δ. 178/2002 της Ελληνικής Δημοκρατίας».

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved