Νομολογία - πολιτικά

(ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019 - ÔÅÕ×ÏÓ 98) Αριθμός απόφασης: 1626/2018 Τμήμα: A2΄ Πρόεδρος: Ιω. Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντας Αντιπρόεδρος
Λόγοι απαραδέκτου της αναιρετικής αιτίασης που αφορούσε το ότι η αναιρεσιβαλλομένη δεν συμμορφώθηκε με τις παραδοχές της απόφασης ποινικού δικαστηρίου, με την οποία ο εναγόμενος για αποζημίωση λόγω απάτης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων είχε κριθεί αθώος ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.
Νομικές διατάξεις: Άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
«Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Επομένως, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, ενώ πρέπει να αναφέρεται και ο χρόνος και ο τρόπος προτάσεώς του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Το απαράδεκτο αυτό αναφέρεται σε όλους τους λόγους του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Εξαίρεση δικαιολογείται μόνο αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής. Εξάλλου, η έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμβάνει τους κανόνες με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη Χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση. Οι ισχυρισμοί που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν είναι αναγκαίως και δημόσιας τάξης (ΟλομΑΠ 15/2000, ΑΠ 40/2018, ΑΠ 157/2018). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά της υπ’ αριθ. 2452/2012 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή, που είχε ασκήσει το αναιρεσίβλητο κατά της αναιρεσείουσας και άλλων υπαλλήλων του, περί αναγνωρίσεως της εις ολόκληρον υποχρεώσεως των εναγομένων να της καταβάλουν αποζημίωση λόγω της εις βάρος του τελεσθείσας απ’ αυτούς και από κοινού αδικοπραξίας, η αναιρεσείουσα άσκησε την από 24.9.2012 έφεσή της και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1542/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση κατ’ ουσίαν. Η εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα άσκησε την από 22.8.2017 αίτησή της για αναίρεση της εν λόγω απόφασης. Με τον πρώτο λόγο αποδίδει στην πληττόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αιτίαση, ότι κηρύχθηκε αμετάκλητα αθώα για το ποινικό αδίκημα της απάτης σε βάρος της περιουσίας του αναιρεσίβλητου δυνάμει της υπ’ αριθ. 3463/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει αν η κατηγορία από την οποία αθωώθηκε ταυτίζεται απόλυτα κατά τα πραγματικά περιστατικά του με το αστικό αδίκημα επί του οποίου το Εφετείο θεμελίωσε την ευθύνη της για την καταβολή αποζημίωσης στο αναιρεσίβλητο. Ότι, παρά ταύτα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εναρμόνισε τις πραγματικές παραδοχές της με τις (αθωωτικές) παραδοχές της ποινικής απόφασης, αποκλείοντας ως εκ τούτου την αστική της ευθύνη, αλλά αντίθετα έκανε δεκτή την αγωγή δεχόμενη την αστική της ευθύνη, με αποτέλεσμα η κατάφαση της αστικής αδικοπρακτικής της ευθύνης να δημιουργεί αμφιβολίες και υπόνοιες ως προς την αθώωσή της κατά τρόπο αντίθετο προς τις διατάξεις των άρθρων 6§2 της ΕΣΔΑ και 14§3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα τις οποίες δεν εφάρμοσε, παραβιάζοντας το υπέρ αυτής τεκμήριο αθωότητας. Οι αιτιάσεις αυτές είναι προεχόντως απαράδεκτες για δύο λόγους. Πρώτον, λόγω αοριστίας διότι δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ποία ακριβώς είναι τα επί μέρους πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν τη νομοτυπική μορφή της υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως του ποινικού αδικήματος ή των ποινικών αδικημάτων, αν είναι περισσότερα, για τα οποία κηρύχθηκε αθώα, και ποία ακριβώς η (υπαίτια) αδικοπρακτική της συμπεριφορά (δηλαδή το αστικό αδίκημα), για την οποία αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της να πληρώσει αποζημίωση στο ενάγον και ήδη αναιρεσίβλητο Ταμείο, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί κατά πόσο το ποινικό αδίκημα του οποίου κρίθηκε αθώα ταυτίζεται ή όχι απόλυτα κατά τα πραγματικά περιστατικά του με το αστικό αδίκημα επί του οποίου θεμελιώθηκε η ευθύνη της. Η αναιρεσείουσα περιορίζεται στην ανεπαρκή για τον ως άνω έλεγχο αναφορά ότι κηρύχθηκε αθώα απάτης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση σε βάρος της περιουσίας του Ταμείου, χωρίς να εξειδικεύει –έστω συνοπτικά– τα ως άνω αναγκαία για την πληρότητα του προβαλλόμενου λόγου στοιχεία. Δεύτερον, διότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται στο αναιρετήριο ότι ο σχετικός ισχυρισμός περί της παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας προτάθηκε από αυτήν στο δικαστήριο της ουσίας με λόγο εφέσεως. Επομένως δεν πληρούται η καθιερούμενη από το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης της αναιρεσείουσας, τέτοιος ισχυρισμός δεν προτάθηκε με λόγο εφέσεως στο δικαστήριο της ουσίας. Ούτε πάλι η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, ιδίως ότι πρόκειται για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη, ενώ στο αναιρετήριο δεν γίνεται επίκληση ότι τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται ο ισχυρισμός, που αφορά ο λόγος αναιρέσεως, είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου και δεν συντρέχει νόμιμη περίπτωση παραδεκτού, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή μη αυτού, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος…».

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved