Υποχρεωτική διαμεσολάβηση (ν. 4512/2018 άρθρ. 178-206). Ο θεσμός αντιμέτωπος με το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και το κοινωνικό αγαθό της νομιμό

Ευαγγελία Ν. Ποδηματά
Καθηγήτρια Νομικής Σχολής ΑΠΘ


Η διαμεσολάβηση αποτελεί, σύμφωνα με τη φύση και το σκοπό της, θεσμό εκούσιο, στον οποίο οικειοθελώς προσφεύγουν τα μέρη, όταν επιθυμούν, με την επικουρία του ιδιώτη διαμεσολαβητή και υπό συνθήκες ιδιωτικότητας, να διευθετήσουν συμβατικά τη διαφορά τους, λύοντας τη σύγκρουση, σε πνεύμα αμοιβαίας προσέγγισης και κοινής συναίνεσης, ιδιαιτέρως πολύτιμο, όταν μάλιστα οι σχέσεις τους πρόκειται να έχουν συνέχεια και διάρκεια. Ο οικειοθελής (εκούσιος) χαρακτήρας, ως εγγενές στοιχείο του θεσμού, αποκαλύπτεται από την αναγωγή στις ρίζες του και την επίγνωση των παραγόντων που συντέλεσαν στη γέννηση, την άνθηση και τη δημοφιλία του ιδίως στην αγγλοαμερικανική δικαιική οικογένεια.


Τέτοιοι παράγοντες υπήρξαν κατ’ εξοχήν το υψηλότατο κόστος των δικηγορικών αμοιβών, η ανοίκεια πολυπλοκότητα, η μακρά διάρκεια και –συχνά– η απρόβλεπτη έκβαση της δικαστικής αντιδικίας λόγω και της παρεμβαλλόμενης (στην αμερικανική πολιτική δίκη) κρίσης των ενόρκων αλλά και τα δυσπρόσιτα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε σημαντικό μέρος της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς και κλιμακούμενα (ιδίως στο αγγλικό δίκαιο) σε επίπεδα συχνά ανώτερα και αυτής της αξίας του επίδικου αντικειμένου, ώστε η κρατική δικαιοσύνη να έχει καταστεί απρόσιτη για τον μέσο πολίτη, χαρακτηριζόμενη ως αγαθό για ελάχιστους. Η παθογένεια αυτή, που –παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες– εν πολλοίς παραμένει, γέννησε και εξέθρεψε την τάση που χαρακτηρίσθηκε στις παραπάνω δικαιοταξίες ως «φυγή προς την ιδιωτική δικαιοσύνη» –τους λεγόμενους «εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών», με πολυειδείς μορφές εμφάνισης και με βασική μεταξύ αυτών την ιδιωτική διαμεσολάβηση. Το ρεύμα σταδιακά γιγαντώθηκε, τροφοδοτούμενο και από τις κρατικές πολιτικές περιστολής των δαπανών για το δικαιοδοτικό σύστημα, ανέπτυξε δε τάσεις εξάπλωσης και προς την ηπειρωτική Ευρώπη, πηγάζουσες κυρίως και από τις δυνάμεις της ολοένα ενδυναμούμενης αγοράς των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών.


Στην ηπειρωτική Ευρώπη, όπου η πρόσβαση στη δικαιοσύνη αλλά και στις δικηγορικές υπηρεσίες ειδικότερα υπήρξε ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι (κατά κανόνα) ευρέως προσιτή, ενώ και το δικαιοδοτικό σύστημα αποτελεί στην κοινωνική συνείδηση καταξιωμένο πυλώνα της κοινωνικής ειρήνης και σταθερότητας, δεν καλλιεργήθηκε στα περισσότερα κράτη παράδοση επίλυσης των διαφορών με προσφυγή σε ιδιώτες (διαμεσολαβητές). Και παρά τη νομοθετική εύνοια υπέρ του θεσμού (μάλιστα ιδίως και στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης), με επίκληση την ανάγκη αποφόρτισης του δικαιοδοτικού συστήματος και ελάφρυνσης των κρατικών δαπανών για τη χρηματοδότησή του, ο θεσμός, μη ανταποκρινόμενος σε πραγματική κοινωνική ανάγκη των πολιτών, δεν είχε στις περισσότερες χώρες πάρα πολύ περιορισμένη απήχηση. Έτσι, προτάθηκε –ιδίως από μερίδα κύκλων της διαμεσολαβητικής αγοράς– ως μόνη προσφορότερη οδός για την εν τοις πράγμασι προώθησή του στην ηπειρωτική Ευρώπη, η επιβολή του ως υποχρεωτικής προδικασίας, πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης προς εκδίκαση στο κρατικό δικαστήριο.


Στην τάση αυτή προσχώρησε με τον πρόσφατο ν. 4512/2018 (άρθρ. 178-206) και ο ημεδαπός νομοθέτης, επιβάλλοντας την προηγούμενη συμμετοχή των μερών σε μία υποχρεωτική συνεδρία ενώπιον ιδιώτη διαμεσολαβητή ως όρο του παραδεκτού της συζήτησης για ορισμένες κατηγορίες διαφορών (βάσει του άρθρ. 19 ν. 4566/2018 η ρύθμιση θα αφορά εισαγωγικά δικόγραφα κατατιθέμενα από 16.09.2019 και εξής). Το εύρος των υπαγομένων διαφορών μπορεί να συγκριθεί μόνο με το αντίστοιχο της σχετικής ιταλικής νομοθεσίας (καίτοι υπολείπεται της τελευταίας), ενώ αφίσταται από τα προσεκτικά και πιλοτικά βήματα άλλων μελών της ΕΕ. Η νομοθετική επιλογή στηρίχθηκε και εδώ στην επίκληση της ανάγκης αποφόρτισης του δικαιοδοτικού συστήματος, χάριν αποτελεσματικότερης λειτουργίας του, και σταδιακής εξοικονόμησης κρατικών πόρων γι’ αυτό.


Η νομοθετική όμως επιλογή δεν φαίνεται πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωχθέντος σκοπού, από δύο κυρίως επόψεις. Αφ’ ενός, δεν εγγίζει τα αληθή αίτια του –όντως υπαρκτού και επιτακτικού– προβλήματος της επιβάρυνσης του δικαιοδοτικού μηχανισμού, παρά την κάποια ύφεση που σημειώθηκε κατά τα τελευταία χρόνια της δεινής οικονομικής συγκυρίας. Βασικό –αν και όχι αποκλειστικό– αίτιο του προβλήματος είναι ο όγκος των κατατιθέμενων δικογράφων∙ αυτός δε τελεί σε ευθεία αναλογία προς τον αριθμό των ενεργών δικηγόρων αλλά και παρακολουθεί στον αυξητικό του ρυθμό την αύξηση του αριθμού των δικηγόρων. Συνεπώς, πρώτιστο μακροπρόθεσμο μέτρο αντιμετώπισης του προβλήματος αποτελεί η άσκηση σώφρονος πολιτικής στον τομέα του αριθμού των εισακτέων στις νομικές σχολές της χώρας, που έως σήμερα είναι συχνά πολλαπλάσιος εκείνου που ορίζει η εκάστοτε σχολή ότι μπορεί να εκπαιδεύσει∙ και, παράλληλα, η προώθηση αληθούς επαγγελματικού προσανατολισμού στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με επισήμανση του επαγγελματικού υπερκορεσμού. Στα βραχυπρόθεσμα μέτρα θα μπορούσε να ανήκει η πληρέστερη, στο μέτρο του δυνατού, στελέχωση του δικαστικού σώματος, αλλά και ιδίως η προώθηση και ενίσχυση του καινοτόμου θεσμού της δικαστικής μεσολάβησης (ΚΠολΔ 214Β), όπως εμπεριστατωμένα έχει προτείνει, συντάσσοντας μάλιστα και πλήρες σχέδιο νόμου, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, χωρίς όμως το σχέδιο αυτό να ευτυχήσει να ελκύσει την προσοχή αρμοδίως. Η δικαστική μεσολάβηση, πράγματι, δεν βαρύνεται με καμία από τις μειονεξίες της ιδιωτικής και, εάν υποστηριχθεί νομοθετικά, οργανωθεί συστηματικά και εφαρμοσθεί κατάλληλα, ιδίως υπό την έννοια της πρότασης του δικαστηρίου προς τα μέρη να προσφύγουν σε αυτήν, όταν η υπόθεση προσφέρεται προς τούτο, θα μπορούσε να αποδώσει σημαντικότατους καρπούς, χωρίς θυσία οποιασδήποτε από τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις και χωρίς οικονομικό ή άλλο κόστος για τους πολίτες.


Αφ’ ετέρου, η υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση, καθ’ εαυτή, αλλά και όπως ρυθμίζεται με τον ν. 4512/2018, συνδέεται με δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο είναι κοινωνικού και το δεύτερο δικαιοκρατικού χαρακτήρα. Ως προς το πρώτο: ο θεσμός επιβάλλεται ως υποχρεωτικός, καίτοι σ’ εμάς (όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης) δεν έχει προηγούμενο στη δικαιοδοτική παράδοσή μας, αλλά και κυρίως δεν ανταποκρίνεται σε κανένα πραγματικό κοινωνικό κίνητρο ή –πολύ περισσότερο– σε καμία ανάγκη των πολιτών, αντίστοιχη εκείνων που στις αγγλοαμερικανικές δικαιοταξίες τον έκαμε δημοφιλή και οδήγησε στην εξάπλωσή του, καθώς τόσο οι δικηγορικές υπηρεσίες όσο και το δικαιοδοτικό σύστημα είναι αγαθά πλήρως προσβάσιμα για τον μέσο πολίτη. Αυτός, εξάλλου, είναι ο κύριος λόγος της μη ευόδωσης του θεσμού, αφ’ ότου εισήχθη αρχικά με τον ν. 3898/2010 και έως σήμερα. Επιπλέον, με την υποχρεωτική πρώτη διαμεσολαβητική συνεδρία και την επιβολή του κόστους της (υποχρεωτικής ελάχιστης αμοιβής του διαμεσολαβητή) στους πολίτες, αυτό που στον τόπο καταγωγής του θεσμού υπήρξε επιλογή διαφυγής του ιδιώτη, για την αποφυγή των υπέρογκων δικαστικών και δικηγορικών εξόδων, τρέπεται σ’ εμάς σε άχθος, καθώς ο πολίτης πρέπει να καταβάλει διπλή αμοιβή (διαμεσολαβητική και δικηγορική), ως προϋπόθεση για τη συζήτηση της αγωγής στο δικαστήριο.


Ήδη το ζήτημα αυτό εισάγει στο δεύτερο πρόβλημα, τις δικαιοκρατικής φύσεως επιφυλάξεις για το θεσμό (βλ. ήδη τη Γνωμοδότηση της ΔιοικΟλΑΠ 34/2018, η οποία κατά πλειοψηφία αποφάνθηκε για την αντισυνταγματικότητα διατάξεων του ν. 4512/2018). Η ρύθμιση για την ελάχιστη υποχρεωτική αμοιβή του διαμεσολαβητή, παρά τη μη επίτευξη συμφωνίας για την έναρξη διαμεσολάβησης, θέτει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με τα άρθρ. 6 ΕΣΔΑ και 20 Συντ., καθώς η επιβολή της αποτελεί μέσο δυσαναλόγως επαχθές για την επίτευξη του επιδιωχθέντος από τον νομοθέτη σκοπού, αφού η πρώτη υποχρεωτική συνεδρία μπορούσε κάλλιστα να είναι αδάπανη για τον πολίτη, με ανάληψη του κόστους της από την πολιτεία. Πέραν τούτου, καθολικός είναι ο προβληματισμός ότι δεν προσφέρονται για διαμεσολαβητική διευθέτηση, από άποψη δικαιοκρατικών εγγυήσεων, όλες οι διαφορές. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν υφίσταται εμφανής ασυμμετρία δυνάμεων των εμπλεκομένων μερών (την οποία εξ ορισμού δεν είναι σε θέση να εξισορροπεί ο ιδιώτης διαμεσολαβητής), αλλά ανακύπτει επίσης κατ’ εξοχήν και επί διαφορών με προέχοντα μείζονα ζητήματα νομιμότητας ή δυσχερή αποδεικτικά θέματα, καθώς η διαμεσολαβητική διαδικασία βασικώς κινείται ερήμην των εφαρμοστέων δικαιικών κανόνων. Λόγω αυτού του εγγενούς γνωρίσματός της, μπορεί να είναι κατάλληλη μόνο για ορισμένες απλές, καθημερινής φύσεως διαφορές, όπου η απόσταση θέσεων μεταξύ των δύο πλευρών είναι κατά το μάλλον ή ήττον μικρή και η γεφύρωσή της εφικτή και ενδεδειγμένη και στις οποίες δεν τίθενται μείζονα ζητήματα ούτε νομικής ούτε αποδεικτικής φύσεως, ενώ αντιθέτως προέχει η διατήρηση βιώσιμων σχέσεων των μερών κ.λπ. Σε ποιες όμως διαφορές απαντούν τα στοιχεία αυτά μπορεί βασικώς μόνο κατά περίπτωση να κριθεί. Και τούτο πρέπει να αποτελεί ακριβώς ευθύνη του αρμόδιου δικαστή, ο οποίος, έχοντας εκτιμήσει τα δεδομένα της διαφοράς, θα πρέπει, όπου τούτο κατά την κρίση του ενδείκνυται, να μπορεί είτε να προτείνει στα μέρη τη συμβιβαστική επίλυσή της είτε να παραπέμπει τη διαφορά, με τη σύμφωνη γνώμη των μερών, ιδίως σε δικαστική μεσολάβηση, οργανωμένη στους κόλπους του δικαστηρίου (πρβλ. και ΚΠολΔ 214Β §4), η οποία εξ ορισμού είναι απαλλαγμένη από τις εγγενείς μειονεξίες της ιδιωτικής. Αντιθέτως, η υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση για ολόκληρες κατηγορίες διαφορών, αδιακρίτως της φύσεως και των ιδιαίτερων κατά περίπτωση συνθηκών τους (μάλιστα ακόμη και διαφορών με εκ των προτέρων διακριτά μείζονα νομικά και αποδεικτικά ζητήματα, όπως π.χ. των διαφορών από ιατρική ευθύνη, ακόμη και επί θανάτου του ασθενούς, από την παροχή επενδυτικών συμβουλών στο πλαίσιο χρηματιστηριακών συμβάσεων, από συμβάσεις ασφάλισης αυτοκινητιστικής ευθύνης, κ.λπ. –όπως συμβαίνει με τον ν. 4512/2018), δεν εγγυάται, με δικαιοκρατικούς όρους, το ουσιαστικώς δίκαιο αποτέλεσμα της διαμεσολαβητικής διευθέτησης και δημιουργεί σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με τα άρθρ. 6 ΕΣΔΑ και 20 Συντ.


Η σύγχρονη εκδοχή ότι η απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης στις ιδιωτικές διαφορές με πλήρως αιτιολογημένη δικαστική απόφαση είναι ακριβή «πολυτέλεια», που πρέπει πάση θυσία να εξοικονομηθεί (υποκατασταθεί) μέσω της διαμεσολαβητικής «ιδιωτικής δικαιοσύνης», προερχόμενη από τον αγγλοαμερικανικό κόσμο, αφού οδηγήθηκε στα άκρα, αντίκρυσε ακόμη και εκεί τα δικαιοκρατικά της όρια∙ και επέτρεψε την επίγνωση ότι η αδιάκριτη προώθησή της έχει ως τίμημα τίποτε λιγότερο από τη θυσία του κοινωνικού αγαθού της νομιμότητας, δηλαδή κόστος πολύ υψηλό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμφιλίωση και η καταλλαγή μεταξύ των κοινωνών, ως πλεονέκτημα της διαμεσολάβησης, είναι στοιχείο πολύτιμο στην κοινωνική συμβίωση. Πραγματικό όμως και αναπαλλοτρίωτο θεμέλιο της κοινωνικής καταλλαγής και ειρήνης δεν είναι παρά η μετουσίωση των αξιών του νόμου σε κοινωνική πραγματικότητα κατά την εξισορρόπηση των αντιμέτωπων συμφερόντων. Επίλυση των συγκρούσεων των ιδιωτικών συμφερόντων και κοινωνική ειρήνη με αγνόηση των εκλεπτυσμένα σταθμισμένων αξιών του νόμου είναι φενάκη ή πάντως δικαιοκρατική οπισθοδρόμηση. Αυτό ακριβώς το αγαθό της νομιμότητας, με σημασία υπαρξιακή για κάθε κοινωνία, είναι δυνατό να διακυβεύεται με την προπετή είσδυση της εναλλακτικής «ιδιωτικής δικαιοσύνης» σε κάθε περιοχή της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας. Η ιδιωτική διαμεσολάβηση, ως εναλλακτικός τρόπος διευθέτησης των διαφορών, έχει τη θέση της μόνο για διαφορές κατάλληλες (πρόσφορες) για αυτή και μόνον όπου η αυτονομία των μερών την επιλέγει ως επιθυμητή και αρμόζουσα εν όψει της κατά περίπτωση κατάστασης των εκατέρωθεν συμφερόντων.


Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved