Η διαδικασία συνδιαλλαγής του νέου Πτωχευτικού Κώδικα

Παναγιώτης Κ. Μάζης
Δ.Ν., Δικηγόρος

Περίληψη άρθρου που αποτέλεσε Εισήγηση στην Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων την Τρίτη 15.1.2008 στo πλαίσιo των τακτικών εβδομαδιαίων Συνεδριάσεών της στο Δ.Σ.Α. Το πλήρες κείμενο δημοσιεύεται στο τεύχος Φεβρουαρίου τρ. έτους του ΔΕΕ.

Ι. Με το νέο Πτωχευτικό Κώδικα (ν. 3588/2007), και συγκεκριμένα με τα άρθρα του 99-106, εισήχθη η «διαδικασία συνδιαλλαγής», ως ένα από τα πλέον κρίσιμα μέτρα -σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην έκθεση της συντακτικής επιτροπής- για τη διάσωση επιχειρήσεων σε προπτωχευτικό επίπεδο, ….(η οποία), χωρίς προηγούμενο πρότυπο στο ισχύον δίκαιο, σε βασικές και μόνο γραμμές και με πολλές αποκλίσεις, έλαβε υπόψη το νεότερο γαλλικό θεσμό της procedure de conciliation.

ΙΙ. Θα επιχειρήσουμε να προβούμε σε μια σύντομη αποτίμησή της, με καταγραφή ορισμένων παρατηρήσεων, όσον αφορά τόσο στη σκοπιμότητα για την εισαγωγή της όσο και περαιτέρω στην αποτελεσματικότητά της στη βάση των λύσεων που επιλέχθηκαν για τα επιμέρους θέματα, και συγκεκριμένα:

1.΄Οσον αφορά, πρώτα-πρώτα, στην ύπαρξη σκοπιμότητας για την εισαγωγή της «διαδικασίας συνδιαλλαγής», ως εξωπτωχευτικής εξυγιαντικής διαδικασίας που αποβλέπει στη διάσωση βιώσιμων επιχειρήσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, πολύ περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι τα άρθρα 44-45 του ν. 1892/1990, με τα οποία ρυθμιζόταν ο αντίστοιχος θεσμός της οικειοθελούς, μέσω συμφωνίας πιστωτών και οφειλέτριας επιχείρησης, ρύθμισης και περιορισμού των χρεών της, ρητά καταργήθηκε ταυτόχρονα με την εισαγωγή του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (εφεξής, χάριν συντομίας, ΠτΚ) με το άρθρο του 181.

2. Εντούτοις, ο νομοθέτης του νέου Κώδικα, δείχθηκε, κατά τη γνώμη μου, συντηρητικός και άτολμος, όσον αφορά την έκταση και τα αποτελέσματα, που η σχετική συμφωνία μπορεί να έχει. Και συγκεκριμένα:

Ενώ έως τώρα η αντίστοιχη συμφωνία του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, την οποία συνήπτε οφειλέτρια επιχείρηση με τους πιστωτές της πλειοψηφίας των κατ' αυτής απαιτήσεων, οριζόταν στο νόμο ότι δέσμευε υποχρεωτικά και τους πιστωτές της μειοψηφίας που αρνήθηκαν να μετάσχουν, αντίθετα εδώ ρητά ορίστηκε, ότι η συμφωνία συνδιαλλαγής δεσμεύει μόνον εκείνους που την υπέγραψαν. Η λύση αυτή, την οποία επέλεξε ο νομοθέτης, έχω τη γνώμη ότι όχι μόνο δεν δικαιολογείται αλλά και ότι εξασθενίζει τη δυναμική της διαδικασίας συνδιαλλαγής, σε τέτοιο μάλιστα σημείο, ώστε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της διάσωσης να καταλήγει πολλές φορές πρακτικά ανέφικτο, και πάντως να δυσχεραίνεται σε μεγάλο βαθμό, καθόσον, δύσκολα οι πιστωτές της πλειοψηφίας θα συμφωνήσουν, αφού τότε θα πρέπει να αναλάβουν αυτοί και το μερίδιο που αναλογεί στους αρνούμενους να συμμετάσχουν για την ανόρθωση της επιχείρησης.

Αλλά και περαιτέρω, μια και το ζήτημα της συμφωνίας συνδιαλλαγής αφέθηκε ουσιαστικά στην ιδιωτική βούληση, χωρίς δεσμευτικά αποτελέσματα για τους πιστωτές που δεν την υπογράφουν, διερωτάται κανείς γιατί εξαρτήθηκε τότε αυτή από δικαστική παρέμβαση, αφού η τελευταία, όντας συνδεδεμένη με το εγγενές μειονέκτημα ότι, εξαιτίας της αναγκαίας χρονικής απόστασης που μεσολαβεί για την τήρηση της σχετικής διαδικασίας, θα καθιστά ενδεχομένως ανέφικτη την επικύρωσή της λόγω παύσεως στο μεταξύ των πληρωμών της οφειλέτριας επιχείρησης;

3. Αλλά και πέρα από την παραπάνω συντηρητικότητα του νομοθέτη, γενικότερα η όλη ρύθμιση θεωρώ ότι υστερεί έναντι της προηγούμενης, με βάση τις λύσεις που επιλέχτηκαν για τα επιμέρους, και συγκεκριμένα:

α) Σύμφωνα με το έως τώρα ισχύσαν άρθρο 44 του ν. 1892/1990, αν μια επιχείρηση με οικονομικά προβλήματα κατάφερνε να συνεννοηθεί με την πλειοψηφία των πιστωτών της, οι οποίοι εκπροσωπούσαν ποσοστό 60% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβανόταν ποσοστό 40% των τυχόν εμπραγμάτως ασφαλισμένων, δεν είχε παρά να ζητήσει απλώς και μόνο την επικύρωση της «συμφωνίας ρύθμισης και περιορισμού των χρεών της», που υπέγραφε μαζί τους, από το εφετείο της έδρας της, το οποίο, ερευνώντας, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 739 επ. ΚΠολΔ, αν συνέτρεχε ο βασικός αυτός όρος, δεχόταν την αίτηση με απόφασή του που εκδιδόταν μέσα σε είκοσι ημέρες και που δεν μπορούσε να προσβληθεί με κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο.

Μεταγενέστερα, με το άρθρο 43 του ν. 1947/1991, με σκοπό δε τη διευκόλυνση σύναψης μιας τέτοιας συμφωνίας, και συγκεκριμένα όταν πιστωτές της πλειοψηφίας κατά 51% τουλάχιστον του συνόλου των απαιτήσεων συμφωνούσαν να προέλθουν σ' αυτή, όχι όμως και περαιτέρω άλλοι, με τους οποίους να συμπληρώνεται το minimum παραπάνω όριο του 60% ή του 40% που απαιτούσε ο νόμος, προστέθηκε το (αναμορφωμένο) άρθρο 45 του ν. 1892/1990, σύμφωνα με το οποίο, το εφετείο, ύστερα από σχετική αίτηση, διόριζε με αμετάκλητη απόφασή του, εκδιδόμενη σε δέκα ημέρες από τη συζήτηση, επίτροπο, του οποίου έργο ήταν «η προσπάθεια επίτευξης της συμφωνίας του προηγούμενου άρθρου» σε προθεσμία έξι μηνών από τότε, που μπορούσε να παραταθεί επί τρεις μήνες, μέσα στην οποία απαγορευόταν να ληφθεί κάθε μέτρο ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, όπως επίσης και ασφαλιστικό μέτρο.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η μεν «κατευθείαν» -κατά τη χαρακτηριστική έκφραση αυτού του ίδιου του νόμου- δικαστική επικύρωση της συμφωνίας του άρθρου 44 του ν. 1892/1990 είχε θεσπισθεί (και σωστά) ως ο κανόνας, η διαδικασία δε του επιτρόπου του επόμενου άρθρου 45 επικουρικά και ως εξαιρετική, προς υποβοήθηση απλώς και μόνο της σύναψης μιας συμφωνίας του προηγούμενου άρθρου.

Αντίθετα τώρα, στη διαδικασία συνδιαλλαγής των άρθρων 99 επ. ΠτΚ, η μεν απλή, σύντομη και ιδιαίτερα επιτυχημένη στην πράξη «διαδικασία» του άρθρου 44 παραλείφθηκε τελείως, η δε εξαιρετική, επικουρική και χρονοβόρα διαδικασία του άρθρου 45 διαμορφώθηκε ως ο απόλυτος, χωρίς καμιά εξαίρεση, κανόνας, μέσω του προηγούμενου υποχρεωτικού διορισμού από το δικαστήριο «μεσολαβητή», του οποίου τα έργα ορίστηκαν παρόμοια με εκείνα του επιτρόπου, τουτέστι «να επιτύχει τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του…». ΄Ετσι όμως, και περιττή θα είναι σε πολλές περιπτώσεις η αποστολή του, και συγκεκριμένα όταν ήδη εξαρχής αυτοί έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους στους όρους της συνδιαλλαγής, αλλά και επιβλαβής η εν γένει ανάμιξή του ενδέχεται να είναι επίσης συχνά για την επιχείρηση, αφού με την εν λόγω υποχρεωτική δικαστική παρέμβαση, ο κίνδυνος να χειροτερεύσει στο μεταξύ η οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και να περιέλθει αυτός σε κατάσταση παύσης των πληρωμών, είναι, όπως ειπώθηκε, υπαρκτός, με συνέπεια τότε την αδυναμία τελικά ευόδωσης της διαδικασίας συνδιαλλαγής και της διάσωσής του.

β) Ως αποτέλεσμα από τον ίδιο το νόμο αυτόματα επερχόμενο με την επικύρωση της συμφωνίας, ορίζεται στο άρθρο 104 παρ. 1 περίπτ. β΄, ότι προσωρινά, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας αναστέλλονται τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής, όπως επίσης και ότι η ίδια αναστολή ισχύει ως προς τα μέτρα αυτά και σχετικά με τους εγγυητές και τους συνοφειλέτες εις ολόκληρον. Αναστολή επίσης ορίζεται (άρθρο 104 παρ. 1 περίπτ. γ΄)- με την έννοια και εδώ της απαγόρευσης- ότι ισχύει για την ίδια περίοδο και όσον αφορά τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του οφειλέτη. Σημειωτέον ότι οι εν λόγω αναστολές είναι καθολικές, αφορούν δηλ. όλους τους πιστωτές, είτε υπέγραψαν είτε δεν υπέγραψαν τη συμφωνία συνδιαλλαγής, η δεύτερη μάλιστα απ' αυτές για τα ασφαλιστικά μέτρα, ακόμη και αυτούς, των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν μετά τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής.

Η αναστολή αυτή των ατομικών διώξεων κλπ κατά τη γνώμη μου, δεν δικαιολογείται, όπως δε ήδη ειπώθηκε, αποτελεί και αποτρεπτικό παράγοντα για τη σύναψη αυτής της ίδιας της συμφωνίας συνδιαλλαγής. O νέος ΠτΚ, απολύτως σωστά, ρητά ορίζει, μέσω παραπομπής του άρθρου 100 παρ. 1 εδάφ. γ΄ στο άρθρο 10, ότι το δικαστήριο μπορεί, μετά την υποβολή της αίτησης συνδιαλλαγής, να λάβει προληπτικά μέτρα, άρα και (κυρίως δε) να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων κλπ μέχρι την έκδοση επικυρωτικής απόφασης του άρθρου 103, με συνέπεια έτσι πλήρως να διαφυλάσσεται ο σκοπός, στον οποίο τείνει η διαδικασία συνδιαλλαγής μέσω διατηρήσεως των στοιχείων και της ενότητας της επιχείρησης έως την έκδοση απόφασης, με την οποία να επικυρώνεται η επιδιωκόμενη να συναφθεί συμφωνία συνδιαλλαγής.

γ) Πέρα από την παραπάνω απαγόρευση λήψης ατομικών μέτρων δίωξης και ασφαλιστικών μέτρων μετά την επικυρωτική δικαστική απόφαση και για όσο διάστημα διαρκεί η συμφωνία συνδιαλλαγής, με το ίδιο άρθρο 104 παρ. 1 περίπτ. ε΄, καθιερώνεται επιπλέον και αναστολή της παραγραφής, καθώς και των αποκλειστικών προθεσμιών, υπό τις οποίες τελούν όμως ειδικά οι απαιτήσεις των συμβληθέντων πιστωτών, όπως το ίδιο και των δικαστικών προθεσμιών, για όλο αυτό το ίδιο χρονικό διάστημα. Και για τη διάταξη αυτή δεν βλέπω ύπαρξη επαρκούς δικαιολογίας, πολύ περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι η επικυρωτική της συμφωνίας δικαστική απόφαση κηρύσσεται με το ίδιο αυτό άρθρο (παρ. 2) τίτλος εκτελεστός, με συνέπεια έτσι την επιμήκυνση του χρόνου της παραγραφής των εν λόγω απαιτήσεων και την επέλευσή της μετά πάροδο 20ετίας από τότε, σύμφωνα με το άρθρο 268 ΑΚ, των δε έκτοτε γεννώμενων τόκων τους μετά τριετία τουλάχιστον από την πάροδο του χρόνου διάρκειας της συμφωνίας συνδιαλλαγής, σύμφωνα και πάλι με το τελευταίο αυτό άρθρο σε συνδυασμό του με το άρθρο 250 παρ. 15 ΑΚ.

δ) Ατυχή θεωρώ επίσης τα σχετικά με τη «διάρκεια» της συμφωνίας συνδιαλλαγής οριζόμενα, και ειδικότερα ότι αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τη διετία, κάτι που μπορεί να έχει νόημα μόνον ως προς το θέμα των θεσπιζόμενων αναστολών.

ε) Τέλος, ερωτηματικά δημιουργούνται αναφορικά με το ζήτημα του εύρους των κυρώσεων, που επέρχονται σε περίπτωση μη τήρησης από τον οφειλέτη των όρων της συμφωνίας συνδιαλλαγής. Στο άρθρο 105 του ΠτΚ ορίζεται ότι σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των όρων της συμφωνίας συνδιαλλαγής από τον οφειλέτη, μετά από αίτηση οποιουδήποτε συμβληθέντος πιστωτή, το δικαστήριο μπορεί να κηρύξει τη λύση της, όπως το ίδιο μπορεί να συμβεί, δηλ. λύση της συμφωνίας συνδιαλλαγής, και με αίτηση, πιστωτή που δεν την υπέγραψε, αν προκύπτει πρόδηλη αδυναμία βιώσιμης συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, σε τρόπο ώστε ο τελευταίος, αποδεσμευόμενος, όπως ειπώθηκε, από το επιβληθέν και εναντίον του από το νόμο βάρος της αναστολής λήψης ατομικών μέτρων δίωξης, επιδιώξει εφεξής την ικανοποίησή του μέσω αυτών.

4. Συνοψίζοντας και συμπερασματικά, έχω τη γνώμη ότι ο νομοθέτης, όχι σωστά δεν επεδίωξε να εντάξει κατάλληλα στο νέο Κώδικα την ιδιαίτερα απλή και επιτυχημένη στην πράξη εξυγιαντική διαδικασία των άρθρων 44-45 του ίδιου ν. 1892/1990, κατά τα κύρια σημεία της, ως εξωπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης των επιχειρήσεων, αποτρεπτική της πτώχευσής τους. Απομακρυνθείς απ’ αυτή και προσεγγίσας την κατά πολύ υποδεέστερή της, λιγότερο εύπλαστη και λυσιτελή, procedure de conciliation του πρόσφατου γαλλικού ν. της 26.7.2005, πολύ φοβούμαι ότι κατέστησε τη διαδικασία συνδιαλλαγής, παρά τις καταβληθείσες αξιέπαινες προσπάθειες για το όλο θεσμικό νομοθέτημα, όχι εφάμιλλη και μειωμένης από όσο εκείνη αποτελεσματικότητας.


Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved